Η Αφρική και η ΕΕ πρέπει να ανανεώσουν τη συνεργασία τους στο πλαίσιο μιας σχέσης ισοτίμων μερών, εστιάζοντας στις ανάγκες των ανθρώπων και στις προκλήσεις που ανέδειξε η κρίση του COVID-19.
Η πανδημία του κορωνοϊού, η κλιματική αλλαγή και η μετανάστευση είναι ορισμένες μόνο από τις κοινές προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι χώρες της Αφρικής και της Ευρώπης, δημιουργώντας την ανάγκη δημιουργίας μιας στενότερης και πιο ισότιμης συνεργασίας.
Στις 25 Μαρτίου, οι ευρωβουλευτές θα ψηφίσουν τις προτάσεις του Κοινοβουλίου για μια νέα στρατηγική ΕΕ-Αφρικής που θέτει τα θεμέλια μιας συνεργασίας μεταξύ ισοτίμων μερών και δίνει τα μέσα για την επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης.
Η ανθρώπινη ανάπτυξη στον πυρήνα της μελλοντικής στρατηγικής
Η Αφρική φιλοξενεί τον νεότερο πληθυσμό στον κόσμο, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε μήνα περίπου ένα εκατομμύριο Αφρικανοί εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, πάνω από 390 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν επί του παρόντος κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ λιγότερο από το 10% των ατόμων ηλικίας μεταξύ 18 και 24 ετών έχει αποκτήσει τριτοβάθμια εκπαίδευση ή επαγγελματική κατάρτιση.
Η επένδυση στους ανθρώπους αποτελεί επομένως βασικό πυλώνα της στρατηγικής ΕΕ-Αφρικής, που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο από την Επιτροπή και δίνει προτεραιότητα στην καταπολέμηση των ανισοτήτων, στους νέους ανθρώπους και στη χειραφέτηση των γυναικών.
Η εισηγήτρια της έκθεσης, Χρυσούλα Ζαχαροπούλου (Renew Europe, Γαλλία), τονίζει την ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης σε ποιοτική εκπαίδευση και παροχής κατάλληλων δεξιοτήτων σε νέους ανθρώπους, κυρίως σε γυναίκες και κορίτσια, ώστε να μπορέσουν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας.
Οι αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας θεωρούνται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση προοπτικών απασχόλησης σε έναν ταχέως αναπτυσσόμενο πληθυσμό. Θεμελιώδους σημασίας θεωρείται επίσης η κατοχύρωση μέτρων κοινωνικής προστασίας, η καταπολέμηση της καταναγκαστικής και παιδικής εργασίας καθώς και η επισημοποίηση της άτυπης οικονομίας, η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν το 86% των θέσεων εργασίας.
Η νέα στρατηγική θα πρέπει επίσης να βελτιώσει την υγειονομική περίθαλψη και να ενισχύσει τα εθνικά συστήματα υγείας, καθιστώντας τα ανθεκτικότερα σε μελλοντικές κρίσεις. Οι ευρωβουλευτές θέλουν να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των δύο ηπείρων όσον αφορά την καινοτομία και έρευνα για την υγεία, στηρίζοντας την τοπική παραγωγή φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού.
Μειώνοντας την εξάρτηση της Αφρικής από ξένες εισαγωγές
Οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Αφρικής “πρέπει να κινηθούν πέραν από τη σχέση χορηγού-αποδέκτη”, υπογραμμίζει η έκθεση, τονίζοντας την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής της Αφρικής μέσω βιώσιμων επενδύσεων.
Προτείνει επίσης την προώθηση του ενδοαφρικανικού εμπορίου μέσω της αφρικανικής ηπειρωτικής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών (AfCFTA), επενδύσεων στις υποδομές μεταφορών και της βελτιωμένης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές.
Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και η χρηματοδότηση μικρομεσαίσων επιχειρήσεων θεωρούνται επίσης θεμελιώδους σημασίας, καθώς οι ΜμΕ εκπροσωπούν το 95% των επιχειρήσεων στην Αφρική ενώ ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για την ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού.
Όλες οι συμφωνίες πρέπει να τηρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα περιβαλλοντικά και εργασιακά πρότυπα, συμβαδίζοντας με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, προειδοποιούν οι ευρωβουλευτές.
Η έκθεση καλεί επίσης τους διεθνούς δανειστές, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, να προβούν σε περισσότερες ενέργειες για την ελάφρυνση του χρέους των αφρικανικών χωρών, που έχει διογκωθεί λόγω της κρίσης του κορονοϊού.
Συνέταιροι για μια πράσινη και ψηφιακή μετάβαση
Παρότι η Αφρική φέρει τη λιγότερη ευθύνη για την κλιματική αλλαγή, επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος των επιπτώσεών της: το 2019 σχεδόν 16,6 εκατομμύρια Αφρικανοί επηρεάστηκαν από ακραία καιρικά φαινόμενα, 195 % περισσότεροι από ό,τι το 2018.
Η έκθεση ζητά τη μετάβαση σε μια κυκλική και καθαρή οικονομία μέσω της διενέργειας επενδύσεων σε βιώσιμες μεταφορές, πράσινες υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τονίζει επίσης την ανάγκη προστασίας της μοναδικής βιοποικιλότητας της Αφρικής και των αυτόχθονων κοινοτήτων της, αλλά και διασφάλισης της δίκαιης και βιώσιμης εκμετάλλευσης των πρώτων υλών που αντιπροσωπεύουν το 49 % των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ από την Αφρική.
Η προώθηση της βιώσιμης γεωργίας πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα των σχέσεων μεταξύ των γειτονικών ηπείρων, λένε οι ευρωβουλευτές, με στόχο τη στήριξη φιλικών προς το περιβάλλον γεωργικών πρακτικών, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αγροτών και την αντιμετώπιση της επισιτικής ανασφάλειας, που έχει επιδεινωθεί λόγω του κλεισίματος των συνόρων εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αναμένεται επίσης να παίξει κεντρικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του γεωργικού τομέα, αλλά και του τομέα της εκπαίδευσης, της υγείας και της απασχόλησης.
Μια μεταναστευτική πολιτική που βασίζεται στην αλληλλεγγύη και τον επιμερισμό ευθυνών
Από το 2015, η ΕΕ και οι αφρικανικές χώρες έχουν αναπτύξει μια κοινή προσέγγιση για τη διαχείριση της μετανάστευσης και της κινητικότητας που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των παράτυπων αφίξεων στην Ευρώπη και τη βελτίωση της συνεργασίας όσον αφορά την καταπολέμηση της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών.
Ωστόσο, εξακολουθούν ακόμη να υφίστανται σημαντικές προκλήσεις. Η υποσαχάρια Αφρική φιλοξενεί πάνω από το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού προσφύγων. Τα επικίνδυνα ταξίδια και οι απόπειρες διάσχισης της Μεσογείου εξακολουθούν να προκαλούν απώλειες ζωών και να τροφοδοτούν εγκληματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Οι ευρωβουλευτές υπογραμμίζουν ότι η ανανεωμένη συνεργασία μεταξύ ΕΕ και Αφρικής πρέπει να θέσει στο επίκεντρο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των προσφύγων και των μεταναστών και να βασίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης, της κοινής ευθύνης και του πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τονίζουν επίσης την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια της παράτυπης μετανάστευσης και της εκτόπισης πληθυσμών, να εξασφαλιστούν δίκαιες διαδικασίες ασύλου και να αναπτυχθεί μια πολιτική μετανάστευσης που θα δίνει στους ειδικευμένους και μη ειδικευμένους εργαζόμενους τη δυνατότητα να επωφεληθούν από την ανταλλαγή επαγγελματικής εμπειρογνωμοσύνης και την κινητικότητα μεταξύ των δύο ηπείρων.