Σε «αναβρασμό» η Τυνησία, με τη χώρα να δοκιμάζεται από τον πληθωρισμό, τη φτώχεια και τα άδεια ράφια στα σούπερ μάρκετ.
Εκατοντάδες Τυνήσιοι διαδήλωσαν το βράδυ της Κυριακής στην πρωτεύουσα Τύνιδα κατά της φτώχειας, των υψηλών τιμών, αλλά και κατά των ελλείψεων σε μερικά τρόφιμα, κλιμακώνοντας την πίεση στην κυβέρνηση του προέδρου Καΐς Σαγιέντ, καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία οικονομική και πολιτική κρίση.
Η Τυνησία δίνει μάχη για να αναζωογονήσει τα δημόσια οικονομικά της, καθώς η δυσαρέσκεια αυξάνεται για τον πληθωρισμό που καταγράφεται περίπου στο 9%, αλλά και τις ελλείψεις σε αρκετά είδη διατροφής στα καταστήματα, επειδή η χώρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πληρωμή μερικών εισαγωγών.
Η βορειοαφρικανική χώρα βρίσκεται επίσης στη μέση μιας σοβαρής πολιτικής κρίσης από τότε, που ο Σαγιέντ έθεσε πλήρως υπό τον έλεγχο την εκτελεστική εξουσία την προηγούμενη χρονιά, διαλύοντας το κοινοβούλιο, σε μία κίνηση την οποία, οι αντίπαλοί του χαρακτήρισαν πραξικόπημα.
Στην φτωχή συνοικία Ντουάρ Χιτσέρ στην πρωτεύουσα, μερικοί διαδηλωτές πέταξαν φέτες ψωμιού στον αέρα. Άλλοι φώναζαν, “Που είναι ο Καΐς Σαγιέντ;” Εξαγριωμένοι νέοι έκαψαν λάστιχα.
Στη «μάχη» για ζάχαρη, γάλα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης
Οι ελλείψεις τροφίμων στην Τυνησία, με τα άδεια ράφια στα σούπερ μάρκετ και στους φούρνους, κλιμακώνουν τη λαϊκή δυσφορία για τις υψηλές τιμές, καθώς αρκετοί Τυνήσιοι περνούν ώρες ψάχνοντας για ζάχαρη, γάλα, βούτυρο, λάδι για μαγείρεμα, αλλά και ρύζι. Βίντεο που αναρτήθηκαν χθες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδειχναν δεκάδες καταναλωτές να δίνουν μάχη για ένα κιλό ζάχαρη στην αγορά.
Ζητείται «ανάσα» από το ΔΝΤ
Η Τυνησία, η οποία υποφέρει από τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της, επιδιώκει να εξασφαλίσει ένα δάνειο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να διασώσει τα δημόσια οικονομικά της από την κατάρρευση.
Η κυβέρνηση αύξησε αυτό τον μήνα την τιμή των φιαλών με αέριο που χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα κατά 14%, για πρώτη φορά μέσα σε 12 χρόνια. Παράλληλα, αύξησε τις τιμές των καυσίμων για τέταρτη χρονιά αυτό τον χρόνο, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για τη μείωση των επιχορηγήσεων στην ενέργεια. Πρόκειται για μία αλλαγή πολιτικής που επέβαλε το ΔΝΤ.