Επιχειρήσεις της Ρωσίας αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να διασφαλίσουν χρηματοδότηση, για να πουλήσουν αργό και προϊόντα πετρελαίου.
Παράλληλα η κατάσταση μπορεί να επιλυθεί, δήλωσε σήμερα ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ, σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Interfax.
Πολλές χώρες της Δύσης απαγόρευσαν την εισαγωγή πετρελαίου από τη Ρωσία
Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν τις εισαγωγές πετρελαίου και αερίου από τη Μόσχα την Τρίτη, ενώ κάποιες πετρελαϊκές εταιρίες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Shell, έχουν πει ότι θα σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικό αέριο.
Οι κυρώσεις της Δύσης δεν είχαν ακόμα αντίκτυπο στη ρωσική παραγωγή πετρελαίου, καθώς τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι η παραγωγή της αυξήθηκε κατά 55.000 βαρέλια την ημέρα στα 11,1 εκατ. βαρέλια την ημέρα τον Μάρτιο από τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με την εφημερίδα Kommersant, που επικαλείται στοιχεία από το ρωσικό υπουργείο Ενέργειας.
Ο Νόβακ δήλωσε ότι η Ρωσία εργάζεται με πετρελαϊκές εταιρίες και τους αγοραστές για να βρει άλλους τρόπους πληρωμής, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για πιστωτικές επιστολές.
«Βρίσκουμε άλλους τρόπους, για παράδειγμα, με κινεζικές εταιρίες –δεν είναι μια μέθοδος ευρείας χρήσης, είναι μεμονωμένες περιπτώσεις», φέρεται να δήλωσε ο Νόβακ.
Κάποιες εταιρείες πετρελαίου της Ρωσίας δυσκολεύονται να πουλήσουν τα φορτία τους
Η παραγωγή από τη μεγαλύτερη ρωσική εταιρία Rosneft διαμορφώθηκε στα 3,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα, εξαιρουμένης της Bashneft, η παραγωγή της Lukoil ήταν 1,6 εκατ. βαρέλια την ημέρα, της Surgutneftegaz 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα και της Gazprom Neft ήταν 0,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Kommersant.
Ενώ η συνολική παραγωγή αυξήθηκε, με την Gazprom Neft να αντιστοιχεί στα τέσσερα πέμπτα της αύξησης, κάποιες ρωσικές εταιρίες παραγωγής αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο να πουλήσουν τα φορτία τους, σύμφωνα με την Kommersant.
Αναλυτές στην εταιρία Rystad Energy στο Όσλο δήλωσαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι η Ρωσία ίσως αναγκαστεί να αρχίσει να περιορίζει την παραγωγή της σε αργό πετρέλαιο, εάν το εμπάργκο λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως αναγκάστηκε να κάνει τον Απρίλιο του 2020, όταν η παγκόσμια ζήτηση κατέρρευσε λόγω της πανδημίας της COVID-19.