Ρωσικό δικαστήριο παρέτεινε την προσωρινή κράτηση δύο δημοσιογράφων που κατηγορούνται από τις αρχές ότι συμμετείχαν σε ενέργειες «εξτρεμιστικής» οργάνωσης η οποία είχε ιδρυθεί από τον εκλιπόντα ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι.
Το δικαστήριο Μπασμάνι της Μόσχας ανέφερε σε ανακοίνωσή του αργά χθες, Τρίτη, το βράδυ ότι η κράτηση του Κονσταντίν Γκαμπόφ, ενός δημοσιογράφου ο οποίος στο παρελθόν είχε εργαστεί στο Reuters, και του Σεργκέι Καρέλιν, ο οποίος στο παρελθόν είχε εργαστεί για το Associated Press, παρατάθηκε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Οι Γκαμπόφ και Καρέλιν κατηγορούνται ότι προετοίμασαν υλικό για ένα κανάλι του YouTube, το «Navalny Live», που διαχειρίζονται σύμμαχοι του Ναβάλνι, ο οποίος πέθανε τον Φεβρουάριο σε φυλακή του Αρκτικού Κύκλου.
Η κατηγορία που αντιμετωπίζουν αμφότεροι οι άνδρες επισύρει ποινή φυλάκισης έως και έξι χρόνια.
Και οι δύο βρίσκονταν μέσα σε έναν γυάλινο κλωβό στην αίθουσα του δικαστηρίου. Κανένας από τους δύο δεν ήταν διαθέσιμος για να σχολιάσει.
«Ο Γκαμπόφ είναι ένας ανεξάρτητος δημοσιογράφος, ο οποίος στο παρελθόν συνεργαζόταν σποραδικά με το Ρόιτερς», είπε εκπρόσωπος του πρακτορείου κληθείς να σχολιάσει.
«Το Reuters είναι ταγμένο στην ελευθερία του Τύπου και αντιτίθεται στη σύλληψη και κράτηση δημοσιογράφων για λόγους που συνδέονται με την εργασία τους. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να μεταδίδουν τις ειδήσεις για το δημόσιο συμφέρον χωρίς φόβο ή παρενόχληση ή κίνδυνο, όπου κι αν βρίσκονται», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.
Το Associated Press δεν απάντησε άμεσα σε αίτημα να σχολιάσει.
Ρωσία: Εξτρεμιστικό το κίνημα του Ναβάλνι
Οι ρωσικές αρχές έχουν απαγορεύσει το κίνημα του Ναβάλνι χαρακτηρίζοντάς το εξτρεμιστικό και τον ίδιο τον εκλιπόντα ταραχοποιό υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ που είχε στόχο την εξέγερση για να αποσταθεροποιήσει τη Ρωσία.
Πολλοί Ρώσοι δημοσιογράφοι, που εργάζονται για μη κρατικά μέσα ενημέρωσης, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από τότε που η Μόσχα εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 και επέβαλε αυστηρούς νέους νόμους που προέβλεπαν ποινές φυλάκισης για όσους κρινόταν ότι έχουν δυσφημήσει τον ρωσικό στρατό ή διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις για το στρατό, κατά την άποψη των αρχών.