Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ παραδέχτηκε ότι οι Δημοκρατικοί έχουν «καλές πιθανότητες» να κερδίσουν τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Ωστόσο, υπογράμμισε ότι αυτό δεν είναι λόγος για να ανασταλεί η διαδικασία επικύρωσης του διορισμού της εκλεκτής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στο Ανώτατο Δικαστήριο. «Έχετε καλές πιθανότητες να κερδίσετε τον Λευκό Οίκο», είπε απευθυνόμενος στους πολιτικούς αντιπάλους του ο στενός σύμμαχος του προέδρου Τραμπ. Παράλληλα, ωστόσο, έκρινε θεμιτό να προχωρήσει η διαδικασία για τον διορισμό της συντηρητικής δικαστού, Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ. Σχολίασε μάλιστα ότι η Μπάρετ «είναι ακριβώς το είδος του υποψηφίου που αναμένει κανείς από έναν Ρεπουμπλικανό πρόεδρο», λόγω «του τρόπου που διάγει τον βίο της, λόγω της φιλοσοφίας της».
Βέβαιη η εκλογή της Μπάρετ λόγω πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών
Η Επιτροπή Δικαστικών Θεμάτων της Γερουσίας, στην οποία προεδρεύει ο Γκράχαμ, όρισε για τις 22 Οκτωβρίου την πρώτη ψηφοφορία για την έγκριση του διορισμού της Μπάρετ, μιας πιστής καθολικής, μητέρας επτά παιδιών, που είναι αντίθετη με την άμβλωση. Δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικανοί πλειοψηφούν στη Γερουσία (53 έδρες σε σύνολο 100), θεωρείται ότι η Μπάρετ θα λάβει, εκτός απροόπτου, την έγκριση για να καταλάβει τη θέση της εκλιπούσας, προοδευτικής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ.
Η Δημοκρατική Έιμι Κλομπούτσαρ χαρακτήρισε «ντροπή» την εξέλιξη αυτή, υπενθυμίζοντας ότι το 2016 οι Ρεπουμπλικανοί αρνήθηκαν να εξετάσουν την υποψηφιότητα ενός δικαστή που είχε προτείνει ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα για το Ανώτατο Δικαστήριο, με το σκεπτικό ότι επέκειντο οι προεδρικές εκλογές. «Εκατομμύρια άνθρωποι ψηφίζουν ενώ εμείς συζητάμε», είπε, ζητώντας, όπως και οι συνάδελφοί της, να αναμένει το Σώμα την ετυμηγορία της κάλπης.