Μια ομάδα Ρεπουμπλικανών «ανταρτών», οι αποκαλούμενοι «20 Ταλιμπάν», έχει προκαλέσει παράλυση στην Ουάσιγκτον τορπιλίζοντας εδώ και μέρες την υποψηφιότητα του φαβορί του κόμματος, Κέβιν Μακάρθι, για την προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Το αδιέξοδο έχει πολύ χειροπιαστές επιπτώσεις, αφού χωρίς πρόεδρο, οι βουλευτές δεν μπορούν να ορκιστούν και άρα να εγκρίνουν οποιοδήποτε νομοσχέδιο, ούτε μπορεί η Βουλή να εκτελέσει κάποια από τις ζωτικές της λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της επίβλεψης της εθνικής ασφάλειας και της διερεύνησης τυχόν ανάρμοστης κυβερνητικής συμπεριφοράς. Στους αποστάτες Ρεπουμπλικάνους δόθηκε το απίστευτο παρατσούκλι των «20 Ταλιμπάν» από απογοητευμένους βουλευτές της δικής τους παράταξης. Ποιοι είναι όμως και τι θέλουν;
Τραμπικοί από τις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ
Πολλοί από τους αντάρτες αυτούς είναι μέλη της House Freedom Caucus, μιας ομάδας μερικών από τους πιο σκληροπυρηνικούς δεξιούς Ρεπουμπλικάνους στην Βουλή των Αντιπροσώπων, παραφυάδας του Tea Party, που έχει μακρά ιστορία συγκρούσεων με ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, περιλαμβανομένων των Έρικ Κάντορ, Τζον Μπέντερ και Πολ Ράιαν.
Στην ομάδα αυτοί κυριαρχούν βουλευτές από νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, κυρίως από το Τέξας, τη Φλόριντα ή την Αριζόνα με μοναδική εξαίρεση τον Σκοτ Πέρι της Πενσυλβάνια - το μόνο μέλος τους που ζει πάνω από τη γραμμή Mason-Dixon που παραδοσιακά χωρίζει τις νότιες από τις βόρειες Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι περισσότεροι αντιπροσωπεύουν περιφέρειες που ψήφισαν σταθερά υπέρ του ηττημένου στις προεδρικές εκλογές του 2020 Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και τους στήριξε στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ υποστήριξε 144 υποψηφίους στις προκριματικές για τις ενδιάμεσες εκλογές και όλοι τους, πλην ελαχίστων, εξασφάλισαν το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων. Αλλά οι αντάρτες δεν φαίνονται να είναι υπόχρεοι στον Τραμπ: το μερίδιο των ψήφων του ΜακΚάρθι μειώθηκε στην πραγματικότητα, αφού έλαβε την έγκριση του Τραμπ τη δεύτερη ημέρα της αντιπαράθεσης στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Οι «ποτέ Κέβιν»
Μερικοί Ρεπουμπλικάνοι αντιτίθενται στον Μακάρθι επειδή, όπως λένε, αναδεικνύεται σε εμπόδιο στη δεξιά ατζέντα τους και θα αποτελέσει έναν αδύναμο αντίπαλο του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν. Άλλοι απλώς φαίνεται να τον αντιπαθούν προσωπικά, όποιες πολιτικές κι αν υιοθετεί. Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι διαμαρτύρονται κατ’ ιδίαν ότι ο Μακάρθι δεν έχει φιλοδοξίες και «πηδάλιο», ότι είναι καιροσκόπος και αναξιόπιστος - «άδειο κοστούμι» τον αποκαλούν – και πρόθυμος να τάξει ό,τι χρειαστεί και να κάνει συμμαχίες για όσο διάστημα κρίνει σκόπιμο.
Ορισμένοι εξ αυτών των «Ποτέ Κέβιν», όπως ο Ματ Γκάετς από τη Φλόριντα, ο Άντι Μπιγκς από την Αριζόνα και η Λόρεν Μπόμπερτ από το Κολοράντο ήταν ξεκάθαροι ότι κανένας συμβιβασμός δεν θα αλλάξει την απόφασή τους να εναντιωθούν στον βουλευτή της Καλιφόρνια.
Ο Μπιγκς παραπονέθηκε για την έλλειψη ανιδιοτέλειας και αρχών στη σύγχρονη πολιτική σε ανάρτησή του στο Twitter, που δημοσιεύτηκε πριν από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας, όταν κατέβηκε ως συμβολικός αντίπαλος στον Ρεπουμπλικανό ομόσταβλό του. «Έτσι θα έμοιαζε μια προεδρία του Μακάρθι, θα έβαζε τη χώρα μας τελευταία».
«Αρνητές της ήττας του Τραμπ» και «παράγοντες του χάους»
Οι περισσότεροι από τους Ρεπουμπλικανούς αντάρτες ήταν μεταξύ εκείνων που αρνήθηκαν ρητά να αποδεχθούν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020 υιοθετώντας τους ψευδείς ισχυρισμούς του Τραμπ περί καλπονοθείας κι αντανακλώντας μια κυρίαρχη πεποίθηση μεταξύ των Ρεπουμπλικανών της Βουλής, τα δύο τρίτα των οποίων ψήφισαν κατά της επικύρωσης της ψηφοφορίας προ διετίας.
Λίγοι εξ αυτών είναι νεοεκλεγέντες, ενώ οι περισσότεροι είναι μέλη του υπερσυντηρητικού κινήματος Tea Party, που συγκρούστηκε με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα από το 2010.
Πέρα από την εμμονή του στη δημοσιονομική λιτότητα, το κίνημα αυτό έχει τις ρίζες του σε μια μορφή ελευθεροφροσύνης, που απορρίπτει το "business as usual" και υπερηφανεύεται για την παραγωγή «παραγόντων χάους» που απολαμβάνουν το status των κινούμενων εκτός των συμβατικών ορίων και την ικανότητά τους να διαταράσσουν τη συναινετική πολιτική της πολιτικής ελίτ με λαϊκιστικά πυροτεχνήματα σε ομιλίες τους σχεδιασμένες για να εξασφαλίσουν υψηλή τηλεθέαση, αντί να καταθέτουν προσεκτικά διατυπωμένα νομοσχέδια.
Αρκετοί από την ομάδα αυτή, όπως οι Μπόμπερτ, Άντι Χάρις και Μπομπ Γκουντ, επικράτησαν στις προκριματικές έναντι εσωκομματικών αντιπάλων που εκπροσωπούσαν το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο.