O πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ κατηγόρησε τον Εμανουέλ Μακρόν για θεσμικό ατόπημα με το να μην αποδεχτεί την επιλογή της Λουσί Καστέ για την θέση του πρωθυπουργού.
Ο Εμανουέλ Μακρόν απέκλεισε την επιλογή της Αριστεράς για πρωθυπουργό την Λουσί Καστέ και απέκλεισε έτσι την ιδέα μιας κυβέρνησης από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), παρά το γεγονός ότι ήρθε πρώτο στις βουλευτικές εκλογές από άποψη αριθμού εδρών, πολύ μακριά από την απαραίτητη πλειοψηφία.
Οι διαβουλεύσεις του Μακρόν για την εξεύρεση πρωθυπουργού συνεχίζονται αυτή την Τετάρτη 28 Αυγούστου στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Όμως, σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Le Point, ο Φρανσουά Ολάντ θεωρεί ότι η άρνηση του Μακρόν να διορίσει τη Λουσί Καστέ επικεφαλής μιας κυβέρνησης του Νέου Λαϊκού Μετώπου (NFP), αποτελεί «θεσμικό λάθος».
«Δεν αποφασίζει ο Μακρόν»
Ο ίδιος, μέλος του αριστερού συνασπισμού και και βουλευτής των Σοσιαλιστών, πιστεύει ότι «δεν ήταν στο χέρι του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποδοκιμάσει ο ίδιος τη Καστέ».
«Αυτή η ευθύνη ανήκει στην Εθνοσυνέλευση, αφού οι βουλευτές είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν την πολιτική της πρόταση και τη σύνθεση της κυβέρνησης και να κάνουν την επιλογή τους», τόνισε.
Και «πολιτικό» το ατόπημα του Μακρόν
Για τον πρώην πρόεδρο, εκτός από «θεσμικό» λάθος, η άρνηση του αυτή αποτελεί και «πολιτικό λάθος» του Μακρόν. Ενώ θεωρεί «αρκετά πιθανό» ότι η υποψήφια της Αριστεράς και η κυβέρνησή της θα μπορούσαν να ανατραπούν γρήγορα με μια πρόταση μομφής, ο Φρανσουά Ολάντ πιστεύει ότι «όλα θα εξαρτιόνταν από τους συμβιβασμούς που θα μπορούσε να κάνει στις άλλες ομάδες».
Ωστόσο, «αν δεν είχε πετύχαινε, η ανάδειξη μιας εναλλακτικής λύσης θα είχε αποκτήσει μεγαλύτερη νομιμοποίηση. Αυτό είναι πολιτικό σφάλμα του Εμανουέλ Μακρόν», επισημαίνει.
«Δεν πιστεύω σε μια συμμαχία με το κέντρο. Δεν υπάρχει και, όταν υπάρχει, είναι Δεξιά, όπως βλέπουμε για περισσότερα από επτά χρόνια με τον Μακρόν», αντιμετώπισε.
Ωστόσο, ο Φρανσουά Ολάντ υποστηρίζει ότι για να μπορέσει να κυβερνήσει ένας ενιαίος αριστερός συνασπισμός, «η ηγεσία της κυβέρνησης πρέπει να είναι σοσιαλιστική» και «η ένωση αυτή πρέπει να ακολουθήσει μια γραμμή ανοίγματος ικανή για συμβιβασμό και να είναι ευνοϊκή για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση].