Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία συνελήφθη σήμερα στη διάρκεια πραξικοπήματος, ενσαρκώνει το πολυτάραχο πεπρωμένο της Μιανμάρ (Βιρμανία): το ίνδαλμα της δημοκρατίας που έγινε στη συνέχεια παρίας της διεθνούς κοινότητας με την τραγωδία των μουσουλμάνων Ροχίνγκια, έπεσε και πάλι σήμερα στα νύχια των στρατιωτικών.
«Η Κυρία της Ρανγκούν», η οποία ηγείται ντε φάκτο της πολιτικής κυβέρνησης από το 2016, συνελήφθη τα χαράματα μαζί με άλλους ηγέτες του κόμματός της, του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία (LND).
Προαισθανόμενη εδώ και μερικές ημέρες ένα πραξικόπημα, έγινε και πάλι, στα 75 της, η αντιστασιακή αφήνοντας ένα μήνυμα στον πληθυσμό που μεταδόθηκε σήμερα από το κόμμα της και στο οποίο καλεί τους Βιρμανούς «να μην αποδεχθούν» αυτό το πραξικόπημα.
«Δεν πιστεύω στην ελπίδα, δεν πιστεύω παρά μόνο στη δουλειά (...) Μόνο η ελπίδα δεν μας οδηγεί πουθενά», έλεγε τον Αύγουστο 2015 στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία κέρδιζε τις ιστορικές εκλογές και η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία ήταν μια διαφωνούσα εδώ και τριάντα χρόνια, προωθήθηκε επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Τη θέση αυτή επρόκειτο να διατηρήσει, καθώς το κίνημά της κέρδισε και πάλι μια συντριπτική νίκη στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου. Όμως ο στρατός αποφάσισε διαφορετικά, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έφερε και πάλι τους στρατηγούς στην εξουσία.
Στη διάρκεια των ετών που πέρασε επικεφαλής της χώρας, η Αούνγκ Σαν Σου Κι υποβλήθηκε στη δοκιμασία της εξουσίας, καθώς ήταν υποχρεωμένη να συμβιβαστεί με τους πανίσχυρους στρατιωτικούς, οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής σε τρία σημαντικά υπουργεία (Εσωτερικών, Άμυνας και Συνόρων).
Η τραγωδία των Ροχίνγκια αμαύρωσε την εικόνα της
Ενώ άλλοτε την συνέκριναν με τον Νέλσον Μαντέλα ή τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η δημόσια εικόνα της αμαυρώθηκε για πάντα από την τραγωδία των μουσουλμάνων Ροχίνγκια.
Περίπου 750.000 άνθρωποι αυτής της μειονότητας διέφυγαν από τις ωμότητες του στρατού και των βουδιστικών πολιτοφυλακών το 2017 και κατέφυγαν σε πρόχειρους καταυλισμούς στο Μπανγκλαντές, μια τραγωδία εξαιτίας της οποίας η Βιρμανία κατηγορήθηκε για «γενοκτονία» ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, του κύριου δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ.
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία αρνείται πως υπήρξε «οποιαδήποτε πρόθεση για γενοκτονία», ήρθε η ίδια για να υπερασπιστεί τη χώρα της ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι δεν επέδειξε καμιά συμπόνια στην υπόθεση αυτή προκάλεσε τους κεραυνούς της διεθνούς κοινότητας εναντίον της, όμως η «Μητέρα Σου» διατηρούσε την εμπιστοσύνη του λαού της.
«Κόρη του πατέρα μου»
Η ζωή της αρχίζει με μια τραγωδία: τη δολοφονία, το 1947, του πατέρα της, ήρωα της ανεξαρτησίας, όταν εκείνη ήταν μόλις δύο ετών. Ζει στη συνέχεια για καιρό εξόριστη, κυρίως στην Ινδία και μετά στη Βρετανία, την πρώην αποικιοκρατική δύναμη.
Εκεί ζει μια ζωή νοικοκυράς, παντρεμένη μ' έναν πανεπιστημιακό της Οξφόρδης που ειδικεύεται στο Θιβέτ, τον Μάικλ Άρις, με τον οποίο θα αποκτήσει δύο παιδιά. Το 1988 επιστρέφει στη Βιρμανία στο προσκέφαλο της μητέρας της και αιφνιδιάζει όλους αποφασίζοντας να συμμετάσχει στο πεπρωμένο της χώρας της, εν μέσω μιας εξέγερσης κατά της χούντας.
«Δεν μπορούσα ως κόρη του πατέρα μου να παραμείνω αδιάφορη για όλα όσα συνέβαιναν», λέει κατά την πρώτη ομιλία της, η οποία θεωρείται πως αποτέλεσε το σύμβολο της εισόδου της στην πολιτική.
Η καταστολή του 1988 στοίχισε τη ζωή σε περίπου 3.000 ανθρώπους, αλλά σηματοδότησε και τη γέννηση της Σου Κι ως ινδάλματος. Έγινε τότε «η θεματοφύλακας των ελπίδων για μια επιστροφή στη δημοκρατία» όλου τον βιρμανικού λαού που είχε συνθλιβεί από το 1962 από τη στρατιωτική χουντα, εξηγεί ο Φιλ Ρόμπερτσον της μη κυβερνητικής οργάνωσης Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW).
Έλαβε άδεια για να σχηματίσει τον Εθνικό Σύνδεσμο για τη Δημοκρατία, αλλά γρήγορα τέθηκε υπό κράτηση κατ' οίκον και παρακολούθησε μακρόθεν τη νίκη του κόμματός της στις εκλογές του 1990, των οποίων τα αποτελέσματα αρνήθηκε να αναγνωρίσει η χούντα.
Αυταρχική εξουσία
Στην κατοικία της στις όχθες μιας λίμνης της Ρανγκούν, όπου ζει υπό περιορισμό, επιτρέπεται να την επισκέπτονται λίγοι απεσταλμένοι, καθώς και μερικές φορές τα δύο παιδιά της, που έμειναν να ζήσουν στην Αγγλία με τον πατέρα τους. Αυτός πέθανε από καρκίνο χωρίς εκείνη να μπορέσει να τον αποχαιρετήσει.
Το 1991 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης, όμως δεν μπόρεσε να πάει στο Όσλο. Θα περιμένει περισσότερο από 20 χρόνια για να πάει να παραλάβει το βραβείο.
Το 2010, απελευθερώνεται έπειτα από 15 χρόνια σε κατ' οίκον περιορισμό και το 2012 μπαίνει στο κοινοβούλιο μετά την αυτοδιάλυση της χούντας έναν χρόνο νωρίτερα.
Γρήγορα η εικόνα της «ράγισε» διεθνώς, καθώς μερικοί την κατηγόρησαν για αυταρχική αντίληψη για την εξουσία.
Στην ηγεσία, η Αούνγκ Σαν Σου Κι παγιδεύτηκε σε μια «θέση οιονεί πριγκίπισσας», που λατρεύεται στη χώρα της «εξαιτίας της σημασίας της οικογένειάς της και των χρόνων που πέρασε σε κατ' οίκον κράτηση», σημειώνει ο πολιτειολόγος Νικολά Φαρελί.
Στα 75 της, ένα νιοστό κεφάλαιο ανοίγεται μπροστά της.