Προσφέροντας στον Βλαντίμιρ Πούτιν έναν συμβιβασμό, που θα σώσει το κύρος του, θα οδηγηθούμε μόνο σε μελλοντική επιθετικότητα, αναφέρει ανάλυση του «The Atlantic».
Αυτή τη στιγμή, όποιος μιλάει για «έξοδο» από την κρίση στην Ουκρανία -και πολλοί το κάνουν, στις κυβερνήσεις, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, σε ένα εκατομμύριο ιδιωτικές συζητήσεις- χρησιμοποιεί τον όρο μεταφορικά, αναφερόμενος σε μια συμφωνία που θα μπορούσε να πείσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν να σταματήσει την εισβολή του.
Μερικοί πιστεύουν ότι μια τέτοια «έξοδος» θα μπορούσε εύκολα να επιτευχθεί μόνο εάν οι διπλωμάτες ήταν πρόθυμοι να κάνουν την προσπάθεια ή μόνο εάν ο Λευκός Οίκος δεν ήταν τόσο πολεμοχαρής.
«Είναι μια ωραία ιδέα. Δυστυχώς, οι υποθέσεις που διέπουν αυτήν την πεποίθηση είναι εσφαλμένες», σημειώνει η αρθρογράφος του The Atlantic, Anne Applebaum, και εξηγεί:
Ο Πούτιν δεν θέλει να τελειώσει τον πόλεμο, αλλά να «τελειώσει» την Ουκρανία
Η πρώτη υπόθεση είναι ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας θέλει να τερματίσει τον πόλεμο, ότι χρειάζεται μια «έξοδο» και ότι στην πραγματικότητα ψάχνει έναν τρόπο να σώσει το κύρος του και να αποφύγει, σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, περαιτέρω «εξευτελισμό».
Είναι αλήθεια ότι ο στρατός του Πούτιν τα πήγε άσχημα, ότι τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν απροσδόκητα από τη βόρεια Ουκρανία και ότι έχουν εγκαταλείψει, τουλάχιστον προσωρινά, την ιδέα της καταστροφής του ουκρανικού κράτους.
Υπέστησαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες από ό,τι περίμενε κανείς, έχασαν εντυπωσιακές ποσότητες εξοπλισμού και επέδειξαν περισσότερη υλικοτεχνική ανικανότητα από ό,τι πίστευαν οι περισσότεροι ειδικοί ότι είναι δυνατό. Αλλά τώρα έχουν ανασυνταχθεί στη νοτιοανατολική Ουκρανία, όπου οι στόχοι τους παραμένουν τολμηροί: Επιδιώκουν να εξαντλήσουν τα ουκρανικά στρατεύματα, τους διεθνείς εταίρους της Ουκρανίας και την ουκρανική οικονομία, η οποία έχει ήδη συρρικνωθεί σχεδόν στο μισό.
Στηριζόμενη από τα έσοδα που προσφέρουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, η ρωσική οικονομία βιώνει μια πολύ λιγότερο σοβαρή ύφεση από αυτή της Ουκρανίας. Χωρίς να ανησυχεί για την κοινή γνώμη, ο ρωσικός στρατός φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για το πόσοι από τους στρατιώτες του θα πεθάνουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Πούτιν μπορεί κάλλιστα να πιστεύει ότι θα κερδίσει έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς, όχι μόνο στη νοτιοανατολική Ουκρανία αλλά τελικά στο Κίεβο και πέρα από αυτό.
Τουλάχιστον αυτό λένε ακόμα οι προπαγανδιστές του Κρεμλίνου στον ρωσικό λαό. Στην κρατική τηλεόραση, ο ρωσικός στρατός θριαμβεύει, οι Ρώσοι στρατιώτες προστατεύουν τους πολίτες και μόνον οι Ουκρανοί διαπράττουν φρικαλεότητες. Με μερικές μικρές εξαιρέσεις, κανείς δεν έχει προετοιμάσει το ρωσικό κοινό για οτιδήποτε άλλο εκτός από την ολοκληρωτική νίκη.
The Atlantic: Η θρασύδειλη ανεντιμότητα της Ρωσίας
Η δεύτερη υπόθεση που κάνουν αυτοί που υποστηρίζουν την «έξοδο» είναι ότι ακόμη και αν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις, η Ρωσία θα τηρήσει τις συμφωνίες που υπέγραψε. Ακόμη και μια συνηθισμένη κατάπαυση του πυρός πρέπει να περιλαμβάνει παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, και οτιδήποτε πιο ουσιαστικό θα απαιτούσε έναν μεγαλύτερο κατάλογο δεσμεύσεων και υποσχέσεων. Αλλά η θρασύδειλη ανεντιμότητα είναι πλέον φυσιολογικό μέρος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και της εγχώριας προπαγάνδας.
Λίγες ημέρες πριν από τον πόλεμο, ανώτεροι Ρώσοι αξιωματούχοι αρνούνταν επανειλημμένα ότι σκόπευαν να εισβάλουν στην Ουκρανία, η ρωσική κρατική τηλεόραση χλεύαζε τις δυτικές προειδοποιήσεις για εισβολή ως «υστερικές» και ο Πούτιν προσωπικά δεσμεύθηκε στον Γάλλο πρόεδρο ότι δεν επίκειτο πόλεμος. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια, γι' αυτό και καμία μελλοντική υπόσχεση του ρωσικού κράτους, εφόσον αυτό ελέγχεται από τον Πούτιν, δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.
Ούτε φαίνεται η Ρωσία να ενδιαφέρεται να προσκολληθεί στις διάφορες συνθήκες που θεωρητικά υποχρεούται να ακολουθήσει, μεταξύ των οποίων τη Συνθήκη της Γενεύης και τη Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για τη Γενοκτονία. Η συμπεριφορά των ρωσικών στρατευμάτων σε αυτόν τον πόλεμο καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει διεθνής συμφωνία την οποία μπορούμε να εμπιστευθούμε τον Πούτιν ότι θα σεβαστεί.
Ανεξάρτητα από το τι θα μπορούσε να υποσχεθεί κατά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, οι δυτικοί αξιωματούχοι θα πρέπει να θεωρήσουν ότι ο ουκρανικός πληθυσμός που θα παραδοθεί στη Ρωσία θα υπόκειται σε συλλήψεις, τρόμο, μαζικές κλοπές και βιασμούς σε άνευ προηγουμένου κλίμακα, ότι οι ουκρανικές πόλεις θα ενσωματωθούν στη Ρωσία παρά τη θέληση των κατοίκων τους και ότι, όπως και το 2014, όταν οι Ρώσοι αυτονομιστές στο Ντονμπάς συμφώνησαν σε μια εκεχειρία, οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός θα ήταν προσωρινή και θα διαρκούσε μόνον όσο θα χρειαζόταν ο ρωσικός στρατός για να ανασυνταχθεί, να επανεξοπλιστεί και να ξαναρχίσει. Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι η καταστροφή της Ουκρανίας είναι γι' αυτόν ένας ουσιαστικός, ακόμη και υπαρξιακός, στόχος. Πού είναι οι αποδείξεις ότι τον έχει εγκαταλείψει;
Αδύνατη η μία από τις προϋποθέσεις του Πούτιν για ειρήνη: Η παραχώρηση εδαφών
Η τρίτη υπόθεση είναι ότι αυτή η ουκρανική κυβέρνηση, ή οποιαδήποτε άλλη, είναι πολιτικά ικανή να παραχωρήσει εδάφη για την ειρήνη. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε επιβράβευση της Ρωσίας για την εισβολή και αποδοχή ότι η Ρωσία έχει το δικαίωμα να προχωρεί σε απαγωγές ηγετών, να δολοφονεί αμάχους, να βιάζει γυναίκες και να απελαύνει όποιον επιλέξει από το ουκρανικό έδαφος. Ποιος πρόεδρος ή πρωθυπουργός της Ουκρανίας μπορεί να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο και να περιμένει ότι θα παραμείνει στην εξουσία;
Η ρωσική σκληρότητα σημαίνει επίσης ότι κάθε έδαφος που παραχωρείται προσωρινά θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η πηγή μιας εξέγερσης, επειδή κανένας ουκρανικός πληθυσμός δεν μπορεί να υποσχεθεί ότι θα υπομένει αυτό το είδος βασανιστηρίων επ' αόριστον. Ήδη, αντάρτες στην κατεχόμενη από τις πρώτες μέρες του πολέμου Μελιτόπολη ισχυρίζονται ότι σκότωσαν αρκετούς Ρώσους αξιωματικούς και προχώρησαν σε δολιοφθορές.
Ένα τέτοιο νέο φόντο αναδύεται στην κατεχόμενη Χερσώνα και θα εμφανιστεί και σε άλλα μέρη. Η παραχώρηση εδαφών τώρα με στόχο μια συμφωνία, απλώς θα δημιουργήσει μια άλλη σύγκρουση αργότερα. Το τέλος ενός είδους βίας θα οδηγήσει σε άλλα είδη βίας.
Διπλωματία ναι, «έξοδος» όχι -Στόχος μόνον η ήττα
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόλεμος μπορεί ή πρέπει να συνεχίζεται για πάντα, ή ότι η διπλωματία δεν έχει καμία θέση. Ούτε σημαίνει ότι οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι τυφλοί απέναντι στις πραγματικές προκλήσεις που θα θέσει για την Ουκρανία μια μακρά σύγκρουση.
Ο δυτικός συνασπισμός που υποστηρίζει το Κίεβο θα μπορούσε σίγουρα να ξεφτίσει, το κύμα αδρεναλίνης που μέχρι στιγμής έχει δώσει ώθηση στον ουκρανικό στρατό και την ηγεσία θα μπορούσε να καταρρεύσει και η οικονομία της Ουκρανίας θα μπορούσε να επιδεινωθεί, καθιστώντας τη συνέχιση του αγώνα πολύ πιο δύσκολη ή και αδύνατη.
Αλλά ακόμα κι έτσι, η «έξοδος» παραμένει η λάθος μεταφορά και ο λάθος στόχος. Η Δύση δεν πρέπει να έχει ως στόχο να προσφέρει στον Πούτιν μια «έξοδο». Ο στόχος, το τελικό παιχνίδι, πρέπει να είναι η ήττα.
Στην πραγματικότητα, η μόνη λύση που προσφέρει κάποια ελπίδα για μακροπρόθεσμη σταθερότητα στην Ευρώπη είναι η ταχεία ήττα, ή ακόμη, αν δανειστούμε τη φράση του Μακρόν, «η ταπείνωση».
Στην πραγματικότητα, ο Ρώσος πρόεδρος πρέπει όχι μόνο να σταματήσει τον πόλεμο, αλλά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος ήταν ένα τρομερό λάθος, που δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί. Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι γύρω του -αρχηγοί του στρατού, υπηρεσίες ασφαλείας και επιχειρηματική κοινότητα- πρέπει να καταλήξουν ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα, και ο ρωσικός λαός να συμφωνήσει.
Πώς θα έμοιαζε η ήττα της Ρωσίας
Η ήττα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι στρατιωτική: Ο Λευκός Οίκος θα πρέπει τώρα να αυξήσει όχι μόνο το επίπεδο αλλά και την ταχύτητα της βοήθειάς του προς την Ουκρανία. Θα πρέπει να παρέχει τα όπλα μεγάλης εμβέλειας που απαιτούνται για την ανάκτηση των κατεχόμενων εδαφών και ίσως και βοήθεια για την ταχύτερη διανομή αυτών των όπλων.
Επιπλέον, η ήττα θα μπορούσε να είναι οικονομική, με τη μορφή ενός προσωρινού εμπάργκο φυσικού αερίου και πετρελαίου, που τελικά αποκόπτει τη Ρωσία από την πηγή των εισοδημάτων της, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η ήττα θα μπορούσε, ακόμη, να περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, που θα βασίζεται σε νέα είδη εγγυήσεων ασφαλείας για την Ουκρανία, ή ακόμη και κάποιου είδους ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Όποια μορφή κι αν πάρει η ήττα, πρέπει να διαφέρει ουσιαστικά από το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, στο οποίο προσφέρθηκαν στην Ουκρανία «διαβεβαιώσεις» ασφάλειας που δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα.
Τέλος, η ήττα θα μπορούσε να περιλαμβάνει ευρύτερες κυρώσεις, όχι μόνο σε ορισμένους επίλεκτους δισεκατομμυριούχους αλλά σε ολόκληρη τη ρωσική πολιτική τάξη.
Το Ίδρυμα Καταπολέμησης της Διαφθοράς, με επικεφαλής τον φυλακισμένο Ρώσο αντιφρονούντα Αλεξέι Ναβάλνι, έχει συντάξει μια λίστα με 6.000 «δωροδοκούντες και πολεμοκάπηλους» -δηλαδή πολιτικούς και γραφειοκράτες που επέτρεψαν τον πόλεμο και το συγκεκριμένο καθεστώς.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ήδη ζητήσει κυρώσεις σε αυτήν την ομάδα. Εάν ακολουθήσουν και άλλοι, ίσως ορισμένοι στην άρχουσα ελίτ πειστούν, επιτέλους, να αρχίσουν να αναζητούν νέες θέσεις εργασίας ή τουλάχιστον να αρχίσουν να συζητούν το πώς θα κάνουν αλλαγές.
Τελικά, ο Πούτιν δεν είναι παράλογος
«Κατανοώ όσους φοβούνται ότι, αντιμέτωπος με μια επικείμενη ήττα, ο Πούτιν θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει χημικά ή πυρηνικά όπλα», λέει η Anne Applebaum, και εξηγεί:
«Είχα την ίδια ανησυχία στην αρχή του πολέμου. Αλλά οι ρωσικές υποχωρήσεις από το Κίεβο και το Χάρκοβο δείχνουν ότι ο Πούτιν δεν είναι τελικά παράλογος. Καταλαβαίνει πολύ καλά ότι το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία, όπως έδειξε το γεγονός ότι ο ίδιος αποδέχθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
»Οι στρατηγοί του κάνουν υπολογισμούς και ζυγίζουν το κόστος. Ήταν απόλυτα ικανοί να καταλάβουν ότι το τίμημα των πρώιμων προόδων της Ρωσίας ήταν πολύ υψηλό. Το τίμημα της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων, λοιπόν, θα ήταν πολύ υψηλότερο: Δεν θα είχαν στρατιωτικό αντίκτυπο, αλλά θα κατέστρεφαν όλες τις εναπομείνασες σχέσεις της Ρωσίας με την Ινδία, την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη αυτή τη στιγμή ότι οι πυρηνικές απειλές που αναφέρονται τόσο συχνά από τους Ρώσους προπαγανδιστές, εδώ και πολλά χρόνια, είναι πραγματικές».