Με τα μάτια στραμμένα στις Αμερικανικές Εκλογές 2020 βρίσκεται η Ευρώπη, καθώς δεν είναι μυστικό ότι οι περισσότεροι αξιωματούχοι ελπίζουν σε νίκη Μπάιντεν.
Την ίδια ώρα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι Αμερικανικές Εκλογές 2020 βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς η «μάχη» Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζεται σε τέσσερις κρίσιμες πολιτείες. Ο Matthew Karnitsching του Politico με άρθρο του επιχειρεί να εξηγήσει γιατί η «Ευρώπη είναι η χαμένη», είτε κερδίσει ο Μπάιντεν, είτε ο Τραμπ. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, εντοπίζεται στον διχασμό που επικρατεί στις ΗΠΑ και τους ρόλους που έχει Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων. «Δεν είναι μυστικό ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι προσεύχονται να κερδίσει ο Τζο Μπάιντεν την προεδρία. Αυτό μπορεί να γίνει, αλλά όχι με διαφορά. Αυτό μπορεί να καταλήξει να είναι χειρότερο από την εναλλακτική λύση», γράφει.
«Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πρόεδρος που η Ευρώπη αγαπά να μισεί, είχε επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό, η ήπειρος θα είχε τουλάχιστον μια σαφή εικόνα σχετικά με τις επιλογές της και θα μπορούσε να προχωρήσει ανάλογα. Αντ 'αυτού, η Αμερική παραμένει πιο διχασμένη από ποτέ. Αυτό δεν είναι μόνο κακό για τις ΗΠΑ, αλλά θα μετριάσει τις ελπίδες στην Ευρώπη για μια σαφή πορεία προς τα εμπρός στη διατλαντική σχέση. Ναι, οι διατλαντικές σχέσεις αναπόφευκτα θα βελτιωθούν υπό την προεδρία του Μπάιντεν μετά την πικρία των ετών του Τραμπ (πώς δεν θα μπορούσαν;). Ωστόσο, η φιλόδοξη ατζέντα που πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες ήλπιζαν να ακολουθήσουν σε όλα, από την περιβαλλοντική πολιτική έως το εμπόριο έως την άμυνα, φαίνεται ήδη απρόσιτη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος του Politico.
Ο σημαντικός ρόλος του Κογκρέσου
Οπως εξηγεί, ο λόγος είναι διττός και σχετίζεται με το πιο κόμμα θα επικρατήσει σε Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου δίνεται μάχη. Ο αρθρογράφος τονίζει ότι «χωρίς πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, κανένας πρόεδρος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει μεγάλο μέρος της νομοθετικής του ατζέντας» και αυτό γιατί οι αποφάσεις αλλάζουν με μια υπογραφή από τον άνθρωπο που έχει την εξουσία.
«Για την Ευρώπη, αυτό καθιστά τις Η.Π.Α. ανεύθυνους εταίρους όταν επιδιώκουν μια φιλόδοξη παγκόσμια ατζέντα», υπογραμμίζει ο αρθρογράφος και φέρνει χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που έγινε το 2015 σχετικά με την πυρηνική συμφωνία του Ιράν. «Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε τίποτα περισσότερο από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν του 2015 για να καταλάβουμε τι διακυβεύεται. Χωρίς δημοκρατική πλειοψηφία στη Γερουσία, ο Ομπάμα αντιμετώπισε επιλογή χωρίς συμφωνία ή έλλειψη πλήρους νομιμότητας μιας συνθήκης βάσει του νόμου των ΗΠΑ. Επέλεξε την τελευταία πορεία, μόνο για να δει τη συμφωνία, την οποία διαπραγματεύτηκαν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ με το Ιράν και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις για μια περίοδο περισσότερο από μια δεκαετία, να καταρρέει αφότου ο Τραμπ ανέλαβε την εξουσία», σημειώνει, συμπληρώνοντας ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και στη συμφωνία για το κλίμα… Χωρίς σφραγίδα του Κογκρέσου, ήταν πολύ πιο εύκολο για τον Τραμπ να αποσυρθεί.
Στη συνέχεια, ο Karnitsching του Politico εξηγεί τι θα σήμαινε μια ευρεία νίκη Μπάιντεν -η οποία δεν διαφαίνεται μέχρι στιγμής. Αυτό το σενάριο, «θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ουάσινγκτον και τους Ευρωπαίους συμμάχους της να ακολουθήσουν το είδος της σαρωτικής διατλαντικής ατζέντας που πολλοί πιστεύουν ότι είναι απαραίτητη για την ανανέωση και τον επαναπροσδιορισμό της συμμαχίας, ειδικά ενόψει της αυξανόμενης πρόκλησης που θέτει η Κίνα»
«Δεν ήταν γραφτό», γράφει χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι και αν στην Γερμανία υπάρχει ενδιαφέρον αναζωογόνησης των σχέσεων, μια προσπάθεια δεν θα άξιζε τον κόπο εάν δεν υπάρχει στήριξη του Κογκρέσου στον επόμενο πρόεδρο.
Προβληματίζεται η Ευρώπη για την πολιτική Μπάιντεν
«Στο πίσω μέρος του μυαλού της Ευρώπης θα είναι επίσης το ερώτημα τι θα συμβεί τέσσερα χρόνια από τώρα, ακόμα κι αν ο Μπάιντεν κερδίσει αυτή τη φορά. Δεδομένης της ηλικίας του, ο Μπάιντεν θα μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει να είναι πρόεδρος μιας θητείας. Αν επρόκειτο να τον διαδεχθει ένας Ρεπουμπλικανός σύμφωνα με τον Ντόναλντ Τραμπ - μια ξεχωριστή πιθανότητα δεδομένου του τρέχοντος πολιτικού κλίματος της Αμερικής - γιατί να ασχοληθεί με τις διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν να εξατμιστούν μόλις βγει;», διερωτάται ο αρθρογράφος.
«Η απάντηση μπορεί να είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει καλύτερες επιλογές, ειδικά όσον αφορά την ασφάλεια. Αντιμέτωπη με μια ολοένα και πιο πολεμική Ρωσία, η Ευρώπη χρειάζεται την ομπρέλα ασφαλείας της Αμερικής περισσότερο από οποιαδήποτε στιγμή από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Γερμανία και άλλες χώρες θα κάνουν ό, τι μπορούν για να διατηρήσουν τις ΗΠΑ αφοσιωμένες στην άμυνα της Ευρώπης. Ωστόσο, αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να παραμείνει πηγή έντασης με μια κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία, όπως και ο Τραμπ, επιθυμεί να επικεντρωθεί περισσότερο στην Κίνα τα επόμενα χρόνια. Μια κυβέρνηση Μπάιντεν πιθανότατα θα ακολουθούσε την πολιτική του Τραμπ πιέζοντας την Ευρώπη να αναλάβει περισσότερη ευθύνη για τη δική της ασφάλεια, αν και με λιγότερο επιθετικό τόνο», σχολιάζει, δίνοντας μια ιδέα για το τι μπορεί να ακολουθήσει, υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα της ασφάλειας «φαίνεται ότι θα παραμείνει πηγή διατλαντικής έντασης».
Καταλήγοντας, ο Karnitsching εκφράζει την άποψη ότι οι Ευρωπαίοι «πολύ σύντομα μπορεί να βρεθούν κολλημένοι στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν τα τελευταία τέσσερα χρόνια: Ελπίζοντας για το καλύτερο αλλά φοβούμενοι το χειρότερο».