Οι πλούσιες χώρες χρωστούν 500 δισ. δολάρια τον χρόνο σε «ηθικό χρέος» στις φτωχές χώρες, εκτιμά η βραβευμένη με Νόμπελ Οικονομίας Εστέρ Ντιφλό.
«Αυτό είναι που ονομάζω ηθικό χρέος. Αυτό δεν είναι το κόστος προσαρμογής, δεν είναι αυτό που θα κόστιζε να μετριαστεί. Αυτό είναι που οφείλουμε», είπε η οικονομολόγος σε μια συνέντευξη που παραχώρησε χθες στους Financial Times, βασιζόμενη κυρίως στις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στη θνησιμότητα στις φτωχές χώρες.
«Θα υπάρξουν τεράστιες ζημιές», συνέχισε η Ντιφλό, η οποία στηρίχθηκε σε μια μελέτη που διεξήγαγε το Global Impact Lab το 2020, που καταδεικνύει ότι ο αριθμός των θανάτων που συνδέονται με τη ζέστη κινδυνεύει να εκτοξευθεί στις φτωχές χώρες έως τα τέλη του αιώνα.
«Οι ζημιές θα επικεντρωθούν στις φτωχές χώρες εκτός του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης», συμπλήρωσε η ίδια, επισημαίνοντας την ευθύνη των πλούσιων χωρών στην κλιματική αλλαγή.
Οι χώρες της G7 (Γερμανία, Καναδάς, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βρετανία), ήτοι το 10% του πληθυσμού του πλανήτη, εκπέμπει περίπου το 25% του διοξειδίου του άνθρακα που συνδέεται με το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.
Η Εστέρ Ντιφλό στηρίζεται στο έργο του Αμερικανού οικονομολόγου Μάικλ Γκρίνστοουν ο οποίος, βασιζόμενος σε μια δεδομένη χρηματική αξία για ένα έτος ζωής και την επίδραση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην αύξηση της θνησιμότητας, υπολογίζει στα 37 δολάρια το κόστος ενός τόνου άνθρακα. Πολλαπλασιάζοντάς το με την ποσότητα των ετήσιων εκπομπών που αποδίδονται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που ισοδυναμούν με 14 δισεκατομμύρια τόνους CO2, η τιμή του «ηθικού χρέους» ανέρχεται σε 518 δισεκατομμύρια, υποστηρίζει η Ντιφλό.
Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, προτείνει να αυξηθεί ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής στις πολυεθνικές και να φορολογηθούν οι μεγάλες περιουσίες, δύο μηχανισμοί που θα επέτρεπαν, σύμφωνα με την ίδια, να καλυφθεί το ετήσιο κονδύλι.
Η οικονομική βοήθεια για το κλίμα που οφείλουν οι πλούσιες χώρες στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει οριστεί αυτή τη στιγμή στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Η COP29, τον Νοέμβριο στο Μπακού, αναμένεται να καθορίσει το νέο ποσό πέραν του 2025.
Ο μελλοντικός στόχος, κρίσιμος για την ανανέωση της εμπιστοσύνης μεταξύ του Βορρά και του Νότου, θα παραμείνει πολύ χαμηλότερα των αναγκών: οι αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός της Κίνας) έχουν ανάγκη από 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο έως το 2030 για να χρηματοδοτήσουν τη μετάβασή τους και να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών του ΟΗΕ.
Παράλληλα, πολυάριθμα σενάρια βρίσκονται στο επίκεντρο διεθνών διαπραγματεύσεων για να βρεθεί πώς θα καλυφθεί το κενό, μεταξύ άλλων η ελάφρυνση του χρέους των φτωχών χωρών ή χρηματοοικονομικές καινοτομίες μέσω νέων διεθνών φόρων.