Επτά ολόκληρα μερόνυχτα κράτησε η οδύσσεια μιας μάνας στο Περού, που βάδισε με τα παιδιά της 600 χλμ. για να ξεφύγουν από τον εφιάλτη του κορωνοϊού!
Το επικό της ταξίδι κατέγραψε ο δημοσιογράφος του CNN Γκιγιέρμο Γκάλντας, που τη συνόδεψε σ’ όλη αυτή την πορεία. Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα από την αρχή. Η 40χρονη Μαρία Τάμπο έφθασε μαζί με τις τρεις κόρες της από ένα απομονωμένο χωριό στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου στη Λίμα -πολύ πριν η πρωτεύουσα εξελιχθεί σε επίκεντρο της φονικής πανδημίας του κορωνοϊού στο Περού - για να μπορέσει να σπουδάσει η μεγαλύτερη κόρη της, η Αμελί. Η 17χρονη είχε κερδίσει υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Universidad Científica del Sur κι ονειρευόταν να γίνει το πρώτο μέλος της πάμφτωχης οικογένειας που θα προχωρούσε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η Μαρία νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο κι έπιασε δουλειά σε εστιατόριο για να μπορεί να συντηρεί τα παιδιά της και να πληρώνει το νοίκι. Όταν όμως έφθασε η πανδημία στη χώρα τον περασμένο Μάρτιο η ζωή τους ανατράπηκε. Πάνω από το 70% των εργαζομένων έχασαν τις δουλειές τους, ανάμεσά τους και η 40χρονη μητέρα. Μετά από δύο μήνες καραντίνας σώθηκαν κι οι τελευταίες αποταμιεύσεις της κι η Τάμπο αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό της στην περιοχή Ουτζαγιάλι. Αλλά με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ακινητοποιημένα λόγω του lockdown η μόνη της επιλογή ήταν να καλύψει την απόσταση των 600 χλμ. με τα πόδια… «Γνωρίζω τους κινδύνους για μένα και τα παιδιά μου, αλλά δεν έχω άλλη εναλλακτική. Ή θα πεθάνουμε προσπαθώντας να ξεφύγουμε από εδώ ή θα λιμοκτονήσουμε στο δωμάτιό μας», είπε.
Η αρχή του επικού ταξιδιού
Η Μαρία κι οι κόρες της έφυγαν στις αρχές του Μαϊου από τη Λίμα την ώρα που η πανδημία εξαπλωνόταν παρά τα μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση . Φορώντας μάσκα στο πρόσωπο φορτώθηκε στην πλάτη τη μικρότερη, τη Μελέτς κι η Αμελί ανέλαβε τη φροντίδα της επτάχρονης Γιασίρα. «Το επικό ταξίδι μέσα από σκονισμένους αυτοκινητόδρομους, ράγες σιδηροδρόμων και σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους τις οδήγησε από το υψόμετρο των Άνδεων στο χωριό τους στο βροχοδάσος του Αμαζονίου. Ένα επικίνδυνο ταξίδι για μια γυναίκα που ταξιδεύει μόνη της με τα τρία παιδιά της, μέσα στη ζέστη και το κρύο και χωρίς αρκετά τρόφιμα και νερό», αναφέρει το ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου.
Καταπτοημένη από την ταλαιπωρία η 40χρονη μάνα προσπαθούσε να νανουρίσει τη μικρή Μελέτς: «Δεν υπάρχει δρόμος, εσύ ανοίγεις τον δικό σου», σιγομουρμούριζε. Την τρίτη μέρα του ταξιδιού ένας οδηγός φορτηγού τις λυπήθηκε και τις πήρε μέχρι την επόμενη πόλη, ενώ τους έδωσε και τρόφιμα για να τα βγάλουν πέρα για ένα κομμάτι της διαδρομής. «Είχα περπατήσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι είχε φθάσει το τέλος μας», είπε με δάκρυα στα μάτια ευχαριστώντας τον σωτήρα τους.
Τα μπλόκα στους δρόμους
Και δεν ήταν μόνον η ταλαιπωρία από την πολύωρη καθημερινή πορεία και τα άδεια στομάχια που διαμαρτύρονταν, αλλά η Μαρία έπρεπε να κάνει συνεχώς ελιγμούς στη διαδρομή της για να αποφεύγει τα μπλόκα, που είχε στήσει η αστυνομία προκειμένου να εμποδίσει τους κατοίκους της πρωτεύουσας να διασπείρουν σε αγροτικές περιοχές του Περού τον κορωνοϊό. Μέχρι στιγμής η λατινοαμερικανική χώρα θρηνεί 7.056 νεκρούς επί συνόλου 237.156 κρουσμάτων.
Λίγο πριν μπουν στη ζούγκλα η Μαρία και οι κόρες της, ένας αστυνομικός τις σταμάτησε στο Σαν Ραμόν.
«Δεν μπορείς να μπεις εδώ με τα παιδιά σου», της είπε. Η μάνα διαπραγματεύτηκε και αναγκάστηκε να πει ψέμματα: «Επιστρέφω στο αγρόκτημά μου, όπου ζούμε εδώ και μια εβδομάδα», είπε. Ούτε κουβέντα ότι ερχόταν από τη Λίμα, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να περάσει ο αστυνομικός.
Το τέλος της οδύσσειας
Μετά από επτά μερόνυχτα στο δρόμο κι έχοντας καλύψει πεζή 570 χλμ. η Μαρία Τάμπο και τα παιδιά της έφθασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αλλά ένα τελευταίο εμπόδιο ορθωνόταν στο δρόμο τους. Η είσοδος στο χωριό απαγορευόταν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. «Τι θα γίνει αν μπει ένας φορέας εδώ; Πώς θα γλιτώσουμε; Ο μόνος αναπνευστήρας που διαθέτουμε είναι ο αέρας. Το κέντρο υγείας εδώ δεν έχει τίποτε για να πολεμήσει τον ιό», είπε ένας από τους προεστούς του χωριού, μέλος της φυλής Ασανίνκα. Αλλά η Μαρία είχε ήδη φθάσει στο σπίτι της. Διαπραγματεύτηκε με τους προεστούς και της έδωσαν την άδεια να επιστρέψει σπίτι της υπό τον όρο να μπει σε καραντίνα δύο εβδομάδων με τα παιδιά της…
Έφθασαν νυχτιάτικα, αλλά όταν έτρεξαν τα σκυλιά της οικογένειας να την υποδεχθούν κουνώντας χαρούμενα τις ουρές τους η Μαρία λύγισε. Γονάτισε και μέσα σε λυγμούς ευχαρίστησε τον Θεό που την οδήγησε μέχρι το σπιτικό της. Εκείνη τη στιγμή ξεμύτισαν απ’ το σπίτι ο άνδρας της κι ο πεθερός της. Η επανένωση της φαμίλιας ήταν συγκινητική, αλλά με αποστάσεις λόγω του φόβου του κορωνοϊού. Που σκέψη για αγκαλιές; «Περάσαμε τόσο δύσκολα, υποφέραμε τόσο πολύ», είπε με δάκρυα στα μάτια. «Δεν θέλω να ξαναπάω στη Λίμα. Νόμισα ότι θα αφήσουμε εκεί την τελευταία μας πνοή»…