Ο γιος ενός μεγιστάνα στο Πακιστάν, φέρεται να βασάνισε μία παιδική του φίλη που κρατούσε αιχμάλωτη για τρεις ημέρες πριν τελικά την αποκεφαλίσει.
Ο λόγος για τον 30χρονος Ζαχίρ Τζάφερ, ο οποίος κατηγορείται ότι κρατούσε αιχμάλωτη την 27χρονη Νουρ Μουκαντάμ στο σπίτι του στο Ισλαμαμπάντ, πριν την αποκεφαλίσει βάναυσα.
Εκατοντάδες γυναίκες δολοφονούνται κάθε χρόνο στο Πακιστάν και χιλιάδες περισσότερες είναι θύματα βάναυσης βίας, όμως πολύ λίγες περιπτώσεις λαμβάνουν τη συνεχή προσοχή των μέσων ενημέρωσης και ένας μικρός μόνο αριθμός δραστών τιμωρούνται.
Η φρικτή δολοφονία έχει προκαλέσει οργή και δημόσια κατακρευγή στο Πακιστάν, το οποίο έχει ήδη χαλαρώσει τους νόμους σχετικά με την ενδοοικογενειακή κακοποίηση και ένα κακό ιστορικό προστασίας των γυναικών από τη βία.
«Το στάτους των εμπλεκομένων οικογενειών, η οικογένεια του Ζαχίρ Τζάφερ, και βεβαίως του πατέρα της Νουρ που ήταν πρώην πρεσβευτής, και το γεγονός ότι αυτό συνέβη εντός των κύκλων της ελίτ του Ισλαμαμπάντ… όλα αυτά μαζί αναμφίβολα έστρεψαν περισσότερο την προσοχή σε αυτή την υπόθεση», δήλωσε η Νίντα Κιρμπάνι, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Επιστημών Μάνατζμεντ της Λαχώρης.
Η δολοφονία της Νουρ Μουκαντάμ έχει γίνει η πιο έντονα αναφερθείσα γυναικοκτονία στην πρόσφατη ιστορία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν με οργισμένα σχόλια ενώ διαδηλώσεις και αγρυπνίες πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλες πόλεις, καθώς και από Πακιστανούς της διασποράς ακόμη και σε μακρινές χώρες όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ.
Λίγες μέρες μετά τον θάνατό της, οι κάτοικοι του Πακιστάν δημιούργησαν το #JusticeforNoor στο Twitter και μια σελίδα στο GoFundMe, η οποία συγκέντρωσε 50.000 δολάρια για να καλυφθούν τα νομικά έξοδα των γονιών της πριν κλείσει η υπόθεση.
Η Νουρ, η κόρη ενός πρώην διπλωμάτη, φέρεται να βασανίστηκε και στη συνέχεια να δολοφονήθηκε από τον Τζαφέρ στο σπίτι του, σε μια πλούσια συνοικία της πακιστανικής πρωτεύουσας. Οι δυο τους φέρονται να ήταν μακροχρόνιοι φίλοι, καθώς οι οικογένειες τους γνωρίζονταν από παλιά.
Σύμφωνα με τις αναφορές της αστυνομίας, οι γονείς της Νουρ ανησύχησαν όταν η κόρη τους δεν εμφανίστηκε στο σπίτι στις 19 Ιουλίου, αλλά έλαβαν ένα τηλεφώνημα από αυτήν λέγοντας ότι είχε ταξιδέψει στη Λαχόρη με φίλους.
Στις 20 Ιουλίου, οι Μουκαντάμ έλαβαν μια απροσδόκητη κλήση από τον Τζεφέρ δηλώνοντας ότι η Νουρ δεν ήταν μαζί του.
Ώρες αργότερα, η αστυνομία τηλεφώνησε στον πατέρα της για να του πει ότι η κόρη του είχε σκοτωθεί και ότι έπρεπε να το δηλώσει στο αστυνομικό τμήμα, και οι αστυνομικοί τον πήγαν στη συνέχεια στο σπίτι του Τζαφέρ για να αναγνωρίσει το πτώμα.
Οι τοπικές αρχές επιβολής του νόμου αρνούνται να κάνουν εικασίες για το κίνητρο του φερόμενου ως δράστη, ενώ ο δικηγόρος του έχει ζητήσει «δίκαιη δίκη».
Οι γονείς του Τζάφερ, Ασμάτ και Ζακίρ, συνελήφθησαν επίσης με την κατηγορία ότι έκαναν τις «μέγιστες προσπάθειες για να εξαλείψουν τα αποδεικτικά στοιχεία». Ο Ασμάτ και ο Ζακίρ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τον γιο τους και είχαν «άμεσες πληροφορίες» για την απαγωγή, είπε ο δικαστής σε δήλωση του. Μάλιστα, έστειλαν ψυχαναλυτές αντί αστυνομικούς να ασχοληθούν με τον γιο τους αφού ανακάλυψαν τι είχε συμβεί.
Αντιμέτωπη με τη δημόσια οργή, η οικογένεια Τζάφερ δημοσίευσε ολοσέλιδες καταχωρίσεις στις εφημερίδες παίρνοντας αποστάσεις από τη δολοφονία και καλώντας για δικαιοσύνη.
Σε δήλωσή του στο CNN, ο Ριζγουάν Αμπάσι, δικηγόρος και των δύο γονέων, είπε ότι οι πελάτες του καταδίκασαν δημόσια τη δολοφονία.
«Είμαστε δίπλα στο θιγόμενο μέρος (και) δεν είμαστε δίπλα στον γιο μας», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Οργή στο Πακιστάν
Η υπόθεση έχει συγκεντρώσει επιπλέον προσοχή επειδή η οικογένεια του Τζαφέρ διοικεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες εμπορίου και διαχείρισης έργων του Πακιστάν.
Ο θάνατος της Νουρ έχει τραβήξει την προσοχή προς τα δεινά που περνούν οι γυναίκες και τα κορίτσια στο Πακιστάν, όπου η βία εναντίον τους θεωρείται «σοβαρό πρόβλημα», σύμφωνα με μια έκθεση για τη χώρα από το Human Rights Watch το 2020.
Περίπου το 28 % των γυναικών ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών έχουν υποστεί σωματική βία από την εφηβεία τους, ανακοίνωσε το Πακιστανικό Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Λέγεται ότι η βία εμφανίζεται στο σπίτι και κυρίως μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών, αν και τα περισσότερα δεν αναφέρονται επειδή θεωρείται πολιτιστικός κανόνας στην πατριαρχική κοινωνία του Πακιστάν, σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Οι ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι πέρα από αυτό, έχουν επίσης ένα νομικό σύστημα εναντίον τους και το οποίο βλέπει την κακοποίηση ως «ιδιωτική υπόθεση». Δεν υπάρχει εθνικός νόμος κατά της κακοποίησης κατά των γυναικών, αν και ορισμένες επαρχίες έχουν θεσπίσει τη δική τους νομοθεσία.
Η ζωή για τις γυναίκες στις αγροτικές περιοχές του Πακιστάν είναι εμφανώς διαφορετική από εκείνην στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στο Ισλαμαμπάντ, όπου οι σικ καφετέριες και τα εμπορικά κέντρα εξυπηρετούν ένα μίγμα πλούσιων διανοουμένων, κυβερνητικών αξιωματούχων, διπλωματών, εκπατρισμένων και ξένων δημοσιογράφων. Για πολλές γυναίκες στην πρωτεύουσα της χώρας, ακόμη και αυτή η εικόνα ελευθερίας και ασφάλειας έχει θρυμματιστεί.
«Έχω κι εγώ κόρες, και ανησυχώ μέρα και νύχτα, αν αυτό συμβεί στη δική μου κόρη, ποιος θα σταθεί πλάι μου;» δήλωσε η Άμνα Σαλμάν Μπουτ στο Reuters στη διάρκεια μιας αγρυπνίας για τη Μουκαντάμ στο Ισλαμαμπάντ στην οποία συμμετείχαν εκατοντάδες άνθρωποι. «Όταν κάποιος μας κακομεταχειρίζεται θα πρέπει να φτιάξουμε κι εμείς χάσταγκ;» είπε, αναφερόμενη στο χάσταγκ #JusticeForNoor που έχει πλημμυρίσει το Twitter στο Πακιστάν.
«Όλες οι γυναίκες με τις οποίες μίλησα μετά την υπόθεση της Νουρ κάνουν λόγο για ένα αυξημένο αίσθημα φόβου, από τους άνδρες γύρω τους», δήλωσε η Μπεναζίρ Σαχ, μια δημοσιογράφος με έδρα τη Λαχόρη. Είπε πως ορισμένες λένε πως δεν μπορούν να κοιμηθούν το βράδυ. Ενώ οι καθημερινές ανατροπές στη δίκη ξεδιπλώνονται καθημερινά υπό τους προβολείς των εθνικών μέσων ενημέρωσης, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Πακιστάν λένε πως η κυβέρνηση πρέπει να περάσει ένα νομοσχέδιο ορόσημο κατά της ενδοοικογενειακής βίας προκειμένου να καταπραΰνει κάπως την οργή.
Το νομοσχέδιο εξορθολογίζει τη διαδικασία για την εξασφάλιση περιοριστικών μέτρων, και υιοθετεί έναν ευρύ ορισμό της βίας, προκειμένου να περιλάβει «τη συναισθηματική, ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση». Νωρίτερα αυτό τον μήνα, οι βουλευτές ζήτησαν τη γνώμη ενός συμβουλίου ακαδημαϊκών του ισλάμ για το αν η νομοθεσία συνάδει με τις ισλαμικές αρχές.
Ο Κίμπλα Αγιάζ, ο οποίος ηγείται του συμβουλίου, δήλωσε στο Reuters πως το νομοσχέδιο συζητήθηκε μόνο ανεπίσημα, αλλά ο ίδιος αισθάνεται πως η φιλόδοξη γλώσσα του δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τη συντηρητική κοινωνία του Πακιστάν. «Αυτό σημαίνει πως μια κόρη ή σύζυγος μπορεί να διαμαρτυρηθεί όταν ένας πατέρας ή σύζυγος την εμποδίζει να βγει από το σπίτι; Αυτό μπορεί να μην είναι αποδεκτό από όλους τους Πακιστανούς», δήλωσε στο Reuters.
«Όλοι συμφωνούμε για τον στόχο [που είναι] να σταματήσει η βία κατά των γυναικών… αλλά η αίσθησή μας είναι πως αυτό το νομοσχέδιο μπορεί στην πραγματικότητα να προκαλέσει νέα κοινωνική ένταση και να οδηγήσει σε περισσότερη ενδοοικογενειακή βία», πρόσθεσε ο Αγιάζ.