Ο Ζακ Ντελόρ, που άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 98 ετών, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του σχεδίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο Γάλλος καθηγητής και πολιτικός υπήρξε ένας αξιόλογος οικονομολόγος και θεωρείται ο «πατέρας» του ευρώ.
Από το 1985 μέχρι το 1995 διετέλεσε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ η πορεία του στις Βρυξέλλες συνδέθηκε με τα ομώνυμα πακέτα, που εξελίχθηκαν σε ΕΣΠΑ.
Τα «πακέτα Ντελόρ» ήταν το αποτέλεσμα μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής πορείας, την οποία οραματίστηκε και πραγματοποίησε ο ίδιος κατά την περίοδο της προεδρίας του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στη δεκαετία του 1980 είχε βάλει στόχο τη δημιουργία της Μεγάλης Ενιαίας Αγοράς (ΜΕΑ).
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Άγγελο Ζαχαρόπουλο, επίτιμο διευθυντή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ντελόρ προσδιόρισε το 1992 ως το χρονικό όριο εντός του οποίου έπρεπε να πραγματοποιηθεί το όραμά του.
Πέθανε ο Ζακ Ντελόρ σε ηλικία 98 ετών
Η ΜΕΑ αφορούσε την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των 10 χωρών της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Θεωρητικά, αυτό έπρεπε να είχε συμβεί το 1968, όταν έληγε η δεκαετής μεταβατική περίοδος, η οποία είχε ορισθεί στη Συνθήκη της Ρώμης. Ωστόσο, το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο και κανένας πρόεδρος πριν από τον Ντελόρ δεν το είχε επιχειρήσει.
Ζακ Ντελόρ: Όταν έγινε το μεγάλο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση
Η Επιτροπή για τη Μελέτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, γνωστότερη ως Επιτροπή Ντελόρ, συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 1988. Η συγκρότησή της ήταν αποτέλεσμα της εντολής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να εξεταστούν και να προταθούν συγκεκριμένα στάδια προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Επικεφαλής της Επιτροπής αυτής ήταν ο Ζακ Ντελόρ, τότε πρόεδρος της Κομισιόν. Απαρτιζόταν από τους διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών-μελών της ΕΟΚ (μετέπειτα ΕΕ) και ορισμένα άλλα μέλη.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Ντελόρ εκπλήρωσε την αποστολή της με τη δημοσίευση έκθεσης τον Απρίλιο του 1989 σχετικά με την «Οικονομική και Νομισματική Ένωση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Μεταξύ άλλων, συνέβαλε στην ανάπτυξη της διαδικασίας νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης.
Πώς δόθηκαν τα πακέτα Ντελόρ -Η Ελλάδα ενίσχυσε βασικές της υποδομές
Ο Ντελόρ είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά προβλήματα, προκειμένου να προχωρήσει η Μεγάλη Ενιαία Αγορά: 1. Η όσο ήταν δυνατόν αλλαγή της ομοφωνίας σε ειδική πλειοψηφία, 2. Η σημαντική αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Τα πέτυχε και τα δύο με τη θέσπιση της Ενιαίας Πράξης, που τροποποίησε και συμπλήρωσε τη Συνθήκη της Ρώμης.
Με στόχο την αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, προκειμένου να ενισχυθούν οι δομές των ασθενέστερων οικονομικά κρατών, διατυπώθηκε η έννοια της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής της κοινότητας με ολόκληρο κεφάλαιο, που περιλαμβάνει πέντε άρθρα.
Το πέμπτο άρθρο προβλέπει την ενίσχυση των διαρθρωτικών ταμείων (περιφερειακό, γεωργικό και κοινωνικό ), ώστε να μπορέσουν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην ενίσχυση των υποδομών των ασθενέστερων περιοχών της κοινότητας.
Η αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού επιτεύχθηκε, κυρίως, με αύξηση των ποσοστών επί του ΑΕΠ που κατατίθενται ως συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους. Έτσι, μπόρεσε να γίνει διπλασιασμός των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων.
Η διάθεση των πόρων αυτών αποφασίστηκε να γίνεται στις περιοχές των οποίων το ΑΕΠ είναι μικρότερο του 75% του μέσου κοινοτικού. Η Ελλάδα υπήχθη ολόκληρη στις περιοχές αυτές.
Τα πακέτα Ντελόρ (αργότερα ΕΣΠΑ) βοήθησαν την Ελλάδα να ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό τις υποδομές της, όπως ήταν τα συγκοινωνιακά δίκτυα, τα έργα ύδρευσης/αποχέτευσης, οι εγκαταστάσεις για τη μεταποίηση και τυποποίηση γεωργικών προϊόντων κ.λπ.
Το πρώτο πακέτο Ντελόρ έμεινε στην Ιστορία και -μεταξύ άλλων- διαμόρφωσε την πορεία της ΕΟΚ προς το Μάαστριχτ.
Το πρόγραμμα αντιστοιχούσε σε 7,2 περίπου δισ. ECU, στα οποία έπρεπε να προστεθεί η εθνική συμμετοχή και η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και να φτάσει συνολικά τα 14,3 δισ. ECU.
Το ECU ήταν ένα καλάθι νομισμάτων που αποτελείτο από σταθερά ποσοστά 10 ευρωπαϊκών νομισμάτων, με το ποσοστό κάθε νομίσματος να αντανακλά τη σχετική οικονομική βαρύτητα κάθε χώρας, και χρησιμοποιήθηκε ως νομισματική μονάδα πριν αντικατασταθεί από το ευρώ, την 1η Ιανουαρίου 1999.