Με έναν συγκλονιστικό τρόπο κατέγραψε o Ουκρανός συγγραφέας Αντρέι Κούρκοφ, σε ρόλο ανταποκριτή για τον Economist, πώς αναγκάστηκε να φύγει από το Κίεβο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην πατρίδα του, την προσπάθειά του να καταφύγει στο εξοχικό του, μέχρι που ανακάλυψε ότι οι Ρώσοι τον κυνηγούσαν και τη φυγή στο Λβιβ, στην ανατολική Ουκρανία.
«Πέρασα το βράδυ της Πέμπτης, το τελευταίο μου στο Κίεβο, στο σπίτι της φίλης μου της Λίλι. Είχε έλθει σε εμάς το προηγουμένο βράδι – σου δίνει κάπως μια αίσθηση ασφάλειας να έχεις έναν επισκέπτη κοντά σου. Μόλις φτάσαμε με τη γυναίκα μου, η Λίλι μας έδειξε πού θα έπρεπε να πάμε αν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί, σ’ ένα υπόγειο χώρο στάθμευσης στο διπλανό κτήριο, που θα άνοιγε ένας φύλακας αν ηχούσαν οι σειρήνες. Κάποιοι ήταν ήδη εκεί, έξω από τις πύλες περιμένοντας: μια νεαρή μητέρα με ένα κοιμισμένο μωρό στην αγκαλιά και κάποιες παρέες νεαρών με τις γάτες τους.
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα της Λίλι, βάλαμε να φορτίσουν τα τηλέφωνά μας και τους υπολογιστές και φτιάξαμε τσάι. Αναρωτιόμασταν κατά πόσον θα πρόσφερε το Κίεβο ασφάλεια από τυφλούς βομβαρδισμούς επειδή υπήρχαν τόσες πρεσβείες – ή αν ήταν επικίνδυνο επειδή υπήρχαν τόσα κυβερνητικά κτήρια; Μιλούσαμε για την κατάσταση, για το γεγονός ότι η φίλη μας δεν είχε κλειδαριά στην πόρτα της τουαλέτας, για τα εκατοντάδες μηνύματα που λαμβάναμε από άτομα που ήθελαν να μάθουν πώς είμαστε. (Απάντησα “ΟΚ” πολλές φορές.) Στο μεταξύ έτεινα τα αυτιά μου μήπως ακούσω σειρήνες ή εκρήξεις, αλλά επικρατούσε ησυχία. Η Λίλι μας σέρβιρε σπιτικό τζιν και ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να κοιμηθώ. Είχα την αίσθηση ότι τίποτα δεν θα με ξυπνούσε. Ούτε καν ο Πούτιν!», γράφει ο Κούρκοφ.
Μετά από μια ανήσυχη νύχτα, που κοίταζε το κινητό του δίπλα στο μαξιλάρι του όποτε ξυπνούσε και αναρωτιόταν αν έπρεπε να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα κατάφερε, λέει, να κοιμηθεί μέχρι τις έξι τα χαράματα, την ώρα που οι μάχες μαίνονταν σε απόσταση μόλις 15 χλμ. από το Κίεβο. Με τη γυναίκα του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους και να αναχωρήσουν για το εξοχικό τους.
«Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο, η γυναίκα μου τηλεφώνησε στη φίλη της, Λένα που ζει με τον 25χρονο γιο της Ντέιβιντ, που έχει αυτισμό και βαδίζει αργά, και τη ρώτησε αν ήθελαν να έρθουν μαζί μας στο χωριό. Η Λένα χρειάστηκε λίγα λεπτά για να αποφασίσει. Μέχρι να μας πάρει πίσω, είχαμε κολλήσει στην κίνηση στις δυτικές παρυφές της πόλης. Θα μπορούσαμε να την πάρουμε μαζί με τον Ντέιβιντ, ρώτησε. Όλες οι λεωφόροι που οδηγούσαν στην κύρια έξοδο ήταν μπλοκαρισμένοι από αυτοκίνητα. Αν έκανα παράκαμψη να παραλάβω τη Λένα, δεν θα βγαίναμε ποτέ από την πόλη. Εκείνοι θα έπρεπε να βρουν τρόπο να φτάσουν στο αμάξι μας πριν ανοίξει η κίνηση. Μέτρησα πέντε αμάξια εγκαταλελειμένα μετά από σύγκρουση να κείτονται στη μέση του δρόμου. Μισή ώρα αργότερα τους είδα στην άκρη του δρόμου και φώναξα από το παράθυρο. Έτρεξε μέσα από το κενό ανάμεσα σε ένα λεωφορείο κι ένα φορτηγό προς το αυτοκίνητό μας. “Που είναι ο Ντέιβιντ;”, ρώτησα. Μου έδειξε το πεζοδρόμιο, όπου στεκόταν εκείνος κρατώντας μια μεγάλη μαύρη βαλίτσα. Τον φώναξε και μπήκαν και οι δύο στο αυτοκίνητο».
Ο διάσημος συγγραφέας του «Οι Πιγκουίνοι δεν πεθαίνουν από το κρύο», «Ο θάνατος του μακαρίτη» και άλλων bestsellers περιγράφει πώς χρειάστηκε τεσσεράμιση ώρες για να φθάσει στο χωριό του σε απόσταση εκατό χλμ, με αυτοκίνητα να κάνουν επικίνδυνους ελιγμούς, τους οδηγούς φανερά εξαντλημένους, κάποιους να οδηγούν αντίθετα στο ρεύμα προς το Κίεβο, ενώ τους προσπερνούσαν τεθωρακισμένα, φορτηγά και άρματα μάχης. Στο δάσος που περιβάλλει τις δυο πλευρές του δρόμου ξεφύτρωναν πρόχειρες οχυρωματικές θέσεις που έκρυβαν οπλισμένους στρατιώτες, ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε κάθε δέκα λεπτά ανακοινώσεις που καλούσαν τον κόσμο να μην αναρτά στα social media φωτογραφίες των ουκρανικών αμυντικών θέσεων.
Το οδοιπορικό της μεγάλης φυγής συνεχίζεται: «Αν και διασκορπιζόμαστε σε διαφορετικές κατευθύνσεις, είναι μια καθοριστική στιγμή για την Ουκρανία. Η περηφάνια σου αυξάνεται ολοένα και περισσότερο όποτε ακούς τα νέα –την εξαιρετική στρατηγική, τη γενναιότητα– αν και φυσικά ακούμε μόνο τη μία πλευρά της ιστορίας. Δεν νομίζω ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να δεχθεί τους όρους της Ρωσίας για ειρήνευση – πράγμα τραγικό και συνάμα καλό».
Ο Κούρκοφ περιγράφει την ανακούφιση που ένιωσαν όλοι όταν έφθασαν επιτέλους στο χωριό τους, τη Λαζαρίφκα. «Το σπίτι μας ήταν καταφύγιο, χώρος απόδρασης από πολλά προβλήματα όλα αυτά τα χρόνια. Ήμασταν έτοιμοι να μετακομίσουμε εκεί κατά την αντιπαράθεση με τη Ρωσία το 2014. Εκεί περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης χρονιάς της πανδημίας, απολαμβάνοντας κάθε φάση της άνοιξης, φυτεύοντας πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα και καρότα, μαζεύοντας μήλα και φτιάχνοντας σταφυλόζουμο. Εκεί έγραψα ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο πόλεμο στο Κίεβο το 1919. Κι όλο αυτό το χειμώνα κρατούσαμε σε λειτουργία τη θέρμανση αν χρειαζόταν να καταφύγουμε εκεί. Το ρωσικό αέριο είναι ακριβό (€200 το μήνα), αλλά δεν με ένοιαζαν τα χρήματα», γράφει.
Δεν πρόλαβαν να βολευτούν στο σπίτι στο χωριό κι ένας φίλος του, καλά δικτυωμένος επιχειρηματίας τηλεφώνησε στον Κούρκοφ από το Κίεβο: «”Πού είστε;” ρώτησε. Του είπα και μου απάντησε: “Φύγετε αμέσως! Μου είπαν οι Αμερικανοί ότι ο ρωσικός στρατός θα καταλάβει το Κίεβο μέσα στις επόμενες 90 ώρες και μετά θα συλλάβουν όλους όσοι επέκριναν τον Πούτιν. Ήδη έχουν λίστες με όλους τους φιλοουκρανούς ακτιβιστές και διευθύνσεις!”
Δεν το πίστεψα, αλλά δεν ήθελα και να το ρισκάρω. Αποφασίσαμε να φύγουμε για το Λβιβ, όπου ήταν τα παιδιά μας. Η Λένα κι ο Ντέιβιντ δεν ήθελαν να μείνουν στο χωριό χωρίς εμάς κι έτσι ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο. Χρειαστήκαμε 22 ώρες για να φθάσουμε στο Βλιβ, ένα ταξίδι που συνήθως χρειάζεται έξι ώρες. Κατάφερα κάπως να μείνω ξάγρυπνος με τα διαλείμματα του καφέ. Δεν πήραμε πολλά μαζί μας αυτή τη φορά. Η γυναίκα μο είχε δώσει το κατεψυγμένο κρέας στη Νίνα και τον Τόλικ. Η Νίνα έκλαιγε κι αγκάλιασε τη γυναίκα μου. Ο 70χρονος Τόλικ έδειχνε χωρός και χαμένος. Αυτή τη φορά έκλεισα τη θέρμανση φεύγοντας. Κανείς δεν θα γυρίσει εδώ για πολύ καιρό»...