Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συζητήσουν το αίτημα της Ουκρανίας για ένταξη στο μπλοκ των 27 κρατών μέσα στις επόμενες ημέρες.
Αυτό ανακοίνωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
«Η αλληλεγγύη, η φιλία και η άνευ προηγουμένου βοήθεια της ΕΕ για την Ουκρανία είναι αταλάντευτες. Θα συζητήσουμε το αίτημα της ένταξης της Ουκρανίας μέσα τις επόμενες ημέρες», είπε.
Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν προγραμματίσει να συζητήσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία και την προσπάθεια της χώρας να ενταχθεί στην ΕΕ, σε μια άτυπη σύνοδο κορυφής στο Παρίσι την ερχόμενη Πέμπτη.
Πάνω από το 85% των Ουκρανών υποστηρίζουν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ
Στο μεταξύ, σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση της «Ρέιτινγκ», οι Ουκρανοί σε ποσοστό 85% υποστηρίζουν την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ και το 76% τάσσεται υπέρ της ένταξης της στο ΝΑΤΟ.
Πριν από την έναρξη του πολέμου τα ποσοστά αυτά ήταν κατά 20 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες πιο κάτω από τα ανωτέρω ποσοστά.
«Η αύξηση των ποσοστών αυτών οφείλεται στο ότι αυξήθηκε η υποστήριξη στην ένταξη στους δυτικούς οργανισμούς μεταξύ των κατοίκων της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας. Σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες παρατηρείται μεγάλη υποστήριξη για την ένταξη στη ΕΕ και το ΝΑΤΟ» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Επίσης το 61% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η Ουκρανία θα γίνει μέλος της ΕΕ το προσεχές διάστημα (στα επόμενα 1-2 χρόνια). Το 13% πιστεύει ότι η Ουκρανία θα γίνει μέλος της ΕΕ μετά από 5 χρόνια, ενώ το 6% πιστεύει ότι θα γίνει πολύ αργότερα. Το 17% δήλωσε ότι δυσκολεύεται να κάνει κάποια εκτίμηση. Μόνο το 4% δεν πιστεύει ότι η Ουκρανία θα γίνει μέλος της ΕΕ.
Σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο το ποσοστό εκείνων που δεν πιστεύουν στην ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, μειώθηκε σημαντικά, αφού τον Νοέμβριο του 2021 το ποσοστό αυτό ανέρχονταν στο 26%.
Η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαρτίου, σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών, σε όλες τις περιοχές της Ουκρανίας, εκτός από τα κατεχόμενα εδάφη της Κριμαίας, του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ.
Η δημοσκόπηση, ήταν αντιπροσωπευτική ως προς την ηλικία το φύλο και τον τόπο διαμονής. Πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.200 ατόμων. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η CATI (Computer Assisted Telephone Interviews – τηλεφωνική συνέντευξη με χρήση υπολογιστή).