Η Γιούλια Ματβέεβα είναι δικαστικός από τη Μαριούπολη, είναι ελληνικής καταγωγής, και πέρασε επτά μήνες σε μια από τις φυλακές-στρατόπεδα συγκέντρωσης που έχουν στήσει οι Ρώσοι για να «εκρωσίσουν» ή να «τιμωρήσουν» τους Ουκρανούς στις κατεχόμενες από αυτούς περιοχές.
«Περισσότερο φοβόμουν ότι δεν θα ακούσω ξανά τη φωνή του παιδιού μου, τα άλλα ήταν λεπτομέρειες, ούτε μετάνιωνα για τίποτα, ούτε ήθελα τίποτα. Με πήγαν για εκτέλεση, προχωρούσα και σκεφτόμουν: Ας γίνει σύντομα, ας τελειώνουν όλα αυτά».
Η ίδια περιγράφει στο iefimerida.gr το πώς έζησε τη ρωσική εισβολή στη Μαριούπολη, πώς αιχμαλωτίστηκε και τις συνθήκες στις οποίες έμεινε μέχρις ότου ελευθερωθεί, στο πλαίσιο ανταλλαγής αιχμαλώτων.
Τι σκεφτόταν τις ώρες της απόγνωσης και τι ήταν αυτό που την κράτησε στη ζωή. Αυτή είναι η ιστορία που μας αφηγήθηκε:
Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε, γιατί έπρεπε διαρκώς να κρυβόμαστε κάπου
«Στις 23 Φεβρουαρίου 2022 έφυγα από τη δουλειά σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κανένας δεν περίμενε αυτό που ακολούθησε. Το επόμενο πρωί αρχίσαμε να ακούμε πυροβολισμούς και εκρήξεις. Κάθε μέρα γινόταν όλο και χειρότερα. Από το τέλος Φεβρουαρίου δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε τις νύχτες, πετούσαν αεροπλάνα και έριχναν βόμβες. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε γιατί έπρεπε διαρκώς να κρυβόμαστε κάπου. Ο Σαρτανάς (χωριό έξω από τη Μαριούπολη όπου το 70% των κατοίκων είναι Έλληνες) ήταν η πρώτη περιοχή που επλήγη σοβαρά ενώ από τις αρχές Μαρτίου, ο πόλεμος μεταφέρθηκε μέσα στη Μαριούπολη».
«Ήταν χειμώνας, δεν είχαμε νερό, δεν είχαμε θέρμανση και ρεύμα. Στο διαμέρισμα είχε 5 βαθμούς Κελσίου. Φαγητό φτιάχναμε έξω στην αυλή, νερό παίρναμε από μια πηγή στο πάρκο. Δεν ήταν ασφαλές να πας εκεί γιατί γινόντουσαν διαρκείς βομβαρδισμοί. Θυμάμαι ένα κορίτσι - γειτόνισσα είχε πάει με τη μαμά της να πάρει νερό και τραυματίστηκε στο στήθος με διαμπερές τραύμα. Δεν λειτουργούσαν τηλεπικοινωνίες, δεν μπορούσες να καλέσεις ασθενοφόρο. Όπου και να πήγαιναν σε νοσοκομεία δεν μπορούσαν να βρουν κάποιον να τους βοηθήσει γιατί ήταν γεμάτα με άλλους τραυματίες, κυρίως στρατιώτες. Στην πολυκατοικία μας είχε έρθει προσωρινά -από άλλη περιοχή που είχε βομβαρδιστεί- ένας κτηνίατρος, αυτός τελικά της παρείχε βοήθεια, της έκανε εγχείρηση, οι γείτονες ψάχνανε αντιβιοτικά.»
«Στις 19 Μαρτίου ο άντρας μου πήρε την απόφαση να φύγουμε γιατί οι συνθήκες ήταν πλέον αβίωτες και ο κίνδυνος διαρκής. Η πόλη ήταν διαλυμένη, στα κτίρια υπήρχαν διαμπερείς τρύπες από πυραύλους, τα καταστήματα λεηλατημένα, τα τρόφιμα τελείωναν σε όλη την πόλη. Ήταν όμως εξαιρετικά δύσκολο να φύγουμε γιατί οι Ρώσοι βομβάρδιζαν τις οδούς διαφυγής αλλά και μέσα στην πόλη.»
«Ξεκινήσαμε από τη Μαριούπολη προς το χωριό Μάνγους. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια του παιδιού μας όταν είδε το Θέατρο Δράματος της Μαριούπολης, όπου είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια. Παντού συντρίμμια, πτώματα, τρύπες στις πολυκατοικίες από τις οποίες ανέμιζαν κουρτίνες. Ενώ φεύγαμε, μπροστά μας άρχισε βομβαρδισμός και απλά καθόμασταν μέσα στο αμάξι και περιμέναμε γιατί δεν ξέραμε που θα πέσει η επόμενη βόμβα και που να πάμε.»
Ένας καταδότης με αναγνώρισε και τους είπε να με συλλάβουν επειδή ήμουν δικαστής
«Στην έξοδο της πόλης πιάσαμε θέση σε μια τεράστια ουρά με αυτοκίνητα που επίσης περίμεναν να βγουν. Εκεί ήταν ένα φυλάκιο της λεγόμενης DNR (σ.σ. αυτοαποκαλούμενη “λαϊκή δημοκρατία του Ντόνετσκ”). Μας είπαν να κάνουμε το αμάξι στην άκρη, άρχισαν να βγάζουν τα πράγματά μας και να τα ελέγχουν. Ρώτησαν το επίθετό μου και είπαν ότι πρέπει να πάμε στο Μάνγους για να μας ελέγξουν περαιτέρω επειδή “ξέρουν ποια είμαι”. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ένας διοικητής της αστυνομίας εκεί που με αναγνώρισε και τους είπε να με συλλάβουν επειδή ήμουν δικαστής. Ένας καταδότης.»
Ο άντρας μου ήταν σε ένα κλουβί δυόμισι επί δυόμισι μαζί με 26 άτομα
«Στο Μάνγους μας έβαλαν σε κρατητήρια, ο άντρας μου ήταν σε ένα κλουβί δυόμιση επί δυόμισι μαζί με 26 άτομα, στέκονταν όρθιοι όλη νύχτα επειδή δεν χωρούσαν να καθίσουν. Με το ζόρι καταφέραμε να ειδοποιήσουμε τη μητέρα και το παιδί μου -που ήταν στο αμάξι- προκειμένου να πάνε σε ένα μέρος να διανυκτερεύσουν. Όλοι οι εκπρόσωποι της λεγόμενης DNR, τους οποίους είδα, ήταν μεθυσμένοι. Το άλλο πρωί μας έδεσαν τα χέρια με μονωτική ταινία και μας πήγαν στην πόλη Ντοκουτσάγιεφσκ για να συνεχίσουν τον “έλεγχο”. Σε ορισμένους είχαν δέσει και τα μάτια. Εκεί μας έβαλαν να σταθούμε με το πρόσωπο στον τοίχο και πίσω μας ήταν πέντε άτομα με αυτόματα. Νόμιζα ότι εκεί θα τελείωνε το ταξίδι μας. Μας καλούσαν με τα ονόματά μας, βρίζοντας. Τρία άτομα ήταν εντελώς δεμένοι, από πάνω ως κάτω - αυτοί ήταν εθελοντές που βοηθούσαν τον ουκρανικό στρατό.»
Είδα σε ένα δωμάτιο οκτώ άτομα να χτυπάνε έναν, όλα ήταν μέσα στα αίματα
«Μας χώρισαν σε δύο ομάδες: Στρατιωτικοί και οι άλλοι κρατικοί λειτουργοί. Μας μετέφεραν στο Ντόνετσκ, στο τμήμα καταπολέμησης οργανωμένου εγκλήματος. Εκεί με ρώταγαν για τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολούμουν ως δικαστής, που ήταν οι συνάδελφοί μου κ.ά. Μας είπαν ότι ο “εισαγγελέας” που δεν τον είδαμε ποτέ, πήρε την απόφαση ότι θα παραμείνουμε στα κρατητήρια για 30 ημέρες, για να μας κάνουν έλεγχο. Εκεί είδα σε ένα δωμάτιο οκτώ άτομα να χτυπάνε έναν. Όλα ήταν μέσα στο αίματα, μέχρι και οι τοίχοι. Επειδή αυτός ήταν στρατιώτης του Αζόφ. Δεν ξέρω τι απέγινε.»
«Την άλλη μέρα μας πήγαν σε άλλη φυλακή και μου είπαν να αποχαιρετήσω τον άντρα μου γιατί μπορεί να μην τον ξαναέβλεπα. Εκεί έμεινα από 21 Μαρτίου μέχρι 23 Μαίου. Υποτίθεται ότι θα έμεινα εκεί 30 μέρες αλλά στις 19 Απριλίου ένας μεθυσμένος άνθρωπος που φορούσε στρατιωτική στολή μου είπε ότι θα μείνω άλλες 30 μέρες. Δεν ήξερα πλέον που είναι ο σύζυγός μου.»
Με πήγαν στην εισαγγελία για να μου απαγγείλουν κατηγορίες -Εκεί μου πρότειναν να δουλέψω για αυτούς
«Μου είπαν ότι είναι άσχημα τα πράγματα και ότι θα μου απαγγείλουν κατηγορίες για τρομοκρατία επειδή -όπως είπαν- με τις αποφάσεις μου “υπονόμευα την DNR”. Στις 19 Μαίου με πήγαν στην εισαγγελία για να μου απαγγείλουν κατηγορίες. Εκεί μου πρότειναν να δουλέψω για αυτούς. Ένας από αυτούς - εγώ δεν τον ήξερα - μου είπε ότι έχουν για μένα “μια πρόταση που δεν θα μπορέσω να αρνηθώ”. Κρίνοντας από την μακρόχρονη εμπειρία μου στα δικαστήρια μου πρότειναν να γίνω δικαστής στο ανώτατο δικαστήριο του DNR με αντάλλαγμα την ελευθερία τη δική μου και του άντρα μου και επανένωση με την οικογένεια, και ότι θα μου παράσχουν όλες τις ανέσεις που είχα και πριν. Αρνήθηκα. Μου είπαν ότι επέλεξα τη μοίρα μου και ότι θα είμαι στην φυλακή.»
Διαρκής εξευτελισμός -Για να μετακινούμαστε, μας φορούσαν σακιά στο κεφάλι
«Με μετέφεραν σε άλλη φυλακή. Ζεστό νερό δεν είχαμε. Τρία μικρά γεύματα την ημέρα. Υγιεινή καμία. Δεν βγαίναμε έξω για προαυλισμό ούτε είχαμε ντους. Αργότερα μεταφέρθηκα ξανά σε άλλη φυλακή, με πολύ χειρότερες συνθήκες. Το χειρότερο ήταν ο διαρκής εξευτελισμός. Για να μετακινούμαστε εντός της φυλακής μας φορούσαν σακιά στο κεφάλι. Σακιά που δένουν με κορδόνια για να μην βγαίνουν από το κεφάλι και να μας τραβάνε από αυτά. Δεν ήξερες τι έχεις κάτω από τα πόδια σου την ώρα που περπατάς, σκαλιά ή κάτι άλλο. Αυτό ήταν δικό σου πρόβλημα. Σε τραβάνε, πέφτεις, μετά σε τραβάνε πιο δυνατά για να σηκωθείς.»
Δεν σου επέτρεπαν να καθίσεις, σε ξυλοκοπούσαν
«2009 ήταν ο αριθμός του κελιού μου. Εκεί είχε άλλες 10 γυναίκες. Μπήκα και έκατσα σε ένα παγκάκι. Και μου λένε “δεν επιτρέπεται να κάτσεις” - ήταν τέτοιοι κανονισμοί ότι από τις 06.00 το πρωί που ήταν το εγερτήριο μέχρι τις 22.00 το βράδυ έπρεπε να στέκεσαι. Δεν επιτρεπόταν να καθίσεις ούτε την ώρα του φαγητού. Και μονίμως περνούσαν δεσμοφύλακες και κοιτούσαν. Αν καθόσουν και σε έβλεπαν μπορεί να σε ξυλοκοπούσαν, ή να σε ανάγκασαν να κάνεις καθίσματα ή πους απς.»
Δύο φορές το μήνα έδιναν ένα κομμάτι σαπούνι για 17 άτομα
«Οι νεοφερμένοι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να μάθουν τον ύμνο της Ρωσίας, έμπαιναν δεσμοφύλακες και ρώταγαν να τους πεις απ’ έξω από τον ύμνο. Έναν άντρα από διπλανό κελί τον χτύπησαν μέχρι θανάτου επειδή έκανε λάθος μια λέξη. Έπεσε σε κώμα και απαγόρευσαν να έρθει γιατρός και να του παρασχεθεί βοήθεια. Και είπαν στους άλλους κρατούμενους να χτυπήσουν την πόρτα όταν σταματούσε να αναπνέει. Χτύπησαν τη νύχτα της 2ης Ιουνίου. Κανένας προαυλισμός, κανένα ντους, κανένας δέμα απ έξω. Το πιο δύσκολο ήταν να είμαστε όρθιοι από τις έξι το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Εγώ που έχω πρόβλημα με τη μέση μου μετά από δύο ώρες όρθια δυσκολεύομαι πάρα πολύ. Τα κρεβάτια ήταν μεταλλικές πλάκες πάνω στις οποίες υπήρχαν στρώματα. Δεν υπήρχαν σεντόνια ή κάτι τέτοιο. Ήμασταν μόνο γυναίκες στο κελί και δεν μας έδιναν μέσα υγιεινής. Περίπου δύο φορές το μήνα έδιναν ένα κομμάτι σαπούνι για 17 άτομα.»
«Έμεινα εκεί από 23 Μαΐου μέχρι 6 Ιουλίου. Έπειτα μας μετέφεραν σε άλλο κελί, στο ημιυπόγειο. Ήταν το κελί 118. Είχε μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο για παράθυρο, χωρίς τζάμια. Και εκεί έμεινα μέχρι τις 16 Οκτωβρίου. Είχε ποντίκια, έντομα. Είχαμε τσιμπήματα παντού. Τον Αύγουστο που είχε καύσωνα μας έκλεισαν το νερό για έξι μέρες. Ούτε να πιούμε δεν μας έδιναν. Αντί για νερό μας έφεραν ζουμί από αγγουράκια τουρσί. Τον Ιούνιο υπήρχε μια μέρα όπου με πήγαν για εκτέλεση - προχωρούσα και σκεφτόμουν, ας γίνει το συντομότερο. Ήθελα να τελειώσει όλο αυτό. Δεν με εκτέλεσαν τελικά.»
«Όταν ξάπλωνα τα βράδια είχα μόνο μια σκέψη, την οικογένειά μου. Φοβόμουν ότι ποτέ δεν θα ακούσω ξανά τη φωνή του παιδιού μου. Και δεν θα τη δω. Όλα τα άλλα ήταν λεπτομέρειες, ούτε μετάνιωνα για τίποτα, τίποτα δεν ήθελα, μόνο να ξέρω που είναι το παιδί μου, πως είναι και αν θα το δω να μεγαλώνει. Και τον άντρα μου, άρχισα να σκέφτομαι ότι ξεχνάω τη φωνή του. Δεν ήξερα που είναι και αν ζει. Και η μαμά μου. Το βράδυ με έπιανε ο ύπνος σχεδόν αμέσως γιατί η συνεχόμενη ορθοστασία και οι κακουχίες τις μέρες ήταν πολύ εξαντλητικές. Μονίμως έβλεπα στον ύπνο μου έναν δρόμο όπου πήγαινα κάπου, δεν ξέρω που. Θυμάμαι μια μέρα είχα ονειρευτεί το παιδί μου και ξύπνησα με κλάματα.»
«Πίστευα ότι μάλλον δεν θα βγω. Ότι δεν θα με βγάλει κανείς. Δεν είχαμε καμία ενημέρωση, οι δεσμοφύλακες μας έλεγαν διαρκώς ότι η Ουκρανία δεν υφίσταται πια, ότι οι δυτικές περιοχές έχουν προσαρτηθεί στην Πολωνία και τη Ουγγαρία, έμεινε ένα κομμάτι του Κιέβου που σήμερα - αύριο θα πέσει. Έλεγαν ότι η χώρα μας δεν μας θέλει. Αυτό προσπαθούσαν να μας πείσουν. Ήμουν σίγουρη ότι κανείς δεν θα ασχοληθεί μαζί μας γιατί στην χώρα γίνεται πόλεμος.»
Έβλεπα άλλους ανθρώπους να καταρρέουν
«Αλλά δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να καταρρεύσει. Όσο περισσότερο μέναμε εκεί τόσο έβλεπα άλλους ανθρώπους να καταρρέουν, να δημιουργούνται εντάσεις, γυναίκες να παθαίνεις κρίσεις πανικού. Διαρκώς έβλεπα γύρω μου δάκρυα. Πολύ δύσκολο ψυχολογικά. Θυμάμαι τη 15η Οκτωβρίου, όταν πήραν μερικές από μας για να μας πάνε κάπου, νόμιζα σε άλλη φυλακή. Ήταν λίγες μέρες πριν τα γενέθλια της κόρης μου και ένιωθα απάθεια όλη την ημέρα σκεπτόμενη ότι δεν θα δω τα γενέθλια του παιδιού μου. Εκείνη την ημέρα μας κάλεσαν και υπογράψαμε τα χαρτιά απελευθέρωσης. Τότε κατάλαβα ότι θα έφευγα από εκεί.»
«Μας μάζεψαν και όλη εκείνη τη μέρα μας περιέφεραν με φορτηγά σε διάφορα μέρη αλλά το βράδυ μας γύρισαν στην ίδια φυλακή. Με έβαλαν σε άλλο κελί, ο αριθμός του ήταν 102. Δεν ξέραμε τι είχε συμβεί, ήταν μεγάλη απογοήτευση. Το επόμενο πρωί ακούσαμε φωνές από το διπλανό κελί, οι κρατούμενοι χτυπούσαν τον τοίχο και φώναζαν αν υπάρχει κάποια Γιούλια. Ήμουν εγώ η Γιούλια. Μου είπαν “έχεις χαιρετίσματα από τον άντρα σου”. Και τότε, 16 Οκτωβρίου έμαθα ότι ο άντρας μου ζούσε και ότι όλο αυτό τον καιρό βρισκόταν σε απόσταση λίγων κελιών από μένα. Και έγειρα πάνω στα κάγκελα και άρχισα να φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορούσα “Αρτιόμ σ’ αγαπώ”. Και από τα διπλανά κελιά του μετέφεραν το μήνυμά μου. Ρομαντισμός της φυλακής. Έπειτα από κάνα 40λεπτο μας πήραν, μας φόρεσαν σάκους στο κεφάλι και μας έσυραν με λύσσα, μετρήσαμε με τα κεφάλια μας όλα τα σκαλοπάτια και τους τοίχους.»
«Μας φόρτωσαν σε φορτηγό που ήταν κάτι Τσετσένοι μέσα, μας έδεσαν τα χέρια και τα μάτια και ξεκινήσαμε προς άγνωστη κατεύθυνση, φτάσαμε τρεις τα ξημερώματα στο Ταγκανρόγκ (σ.σ. ρωσική πόλη). Μας έλεγαν ότι δεν ξέρουν τι θα απογίνουμε, ότι μπορεί να πάμε σε κάποια άλλη φυλακή. Το άλλο ξημέρωμα μας φόρτωσαν σε ένα φορτηγό αεροπλάνο και πετάξαμε για μερικές ώρες. Μετά μας έβαλαν πάλι σε φορτηγά με τα οποία φτάσαμε στο Τζανκόε στην Κριμαία, από κει μας πήγαν στο Ζαπορίζια. Εκεί μας συνάντησε η Συνήγορος του Πολίτη της Ρωσίας και άρχισε να μας κάνει ερωτήσεις, αν θέλουμε να μας ανταλλάξουν κ.ά.. Έπειτα μας μετέφεραν σε κάποια “γκρίζα ζώνη” όπου μας αντάλλαξαν.»
Ήμασταν 108 γυναίκες και μας αντάλλαξαν με 108 Ρώσους ναύτες
«Ήμασταν 108 γυναίκες και μας αντάλλαξαν με 108 Ρώσους ναύτες. Όταν τους είδα πως μοιάζουν, καλοταϊσμένοι αυτοί οι ναύτες, με έπιασε ένας τρομερός πόνος, γιατί εμείς άπλυτες και ταλαιπωρημένες, δείχναμε τρομερά χάλια ενώ αυτοί ήταν λες και ήρθαν από σανατόριο. Στις 16.00 17ης Οκτωβρίου ήμουν ήδη στην Ουκρανία.»
«21 Οκτωβρίου συναντήθηκα με την κόρη μου. Δεν μπόρεσα να τη δω αμέσως γιατί πρώτα μας πήγαν στο νοσοκομείο για να περιθάλψουν, να κάνουμε εξετάσεις κ.λπ. Η κόρη μου δεν κοιμόταν όλο αυτό το διάστημα που ήμουν αιχμάλωτη, επτά μήνες. Για πρώτη φορά κοιμήθηκε όταν ήρθα. Ξαπλώσαμε μαζί, μου έπιασε το χέρι και κοιμήθηκε. Και έτσι ξύπνησε το πρωί, κρατώντας το χέρι μου. Ο άντρας μου παρέμεινε αιχμάλωτος μέχρι τις 20 Μαρτίου.»
Όταν ολοκλήρωσε την αφήγησή της, θέσαμε στην κυρία Ματβέεβα το εξής ερώτημα: «Έχετε δει πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κάποιου είδους καταπίεση της ελληνικής ή κάποιας άλλης μειονότητας στο Ντονμπάς;»
Μας απάντησε το εξής:
«Κατηγορηματικά μπορώ να πω ότι καμία καταπίεση Ελλήνων ή άλλης μειονότητας δεν υπήρχε στο Ντονμπάς από την ουκρανική πλευρά. Είχαμε αρκετά μεγάλη κοινότητα. Ο ελληνικός πολιτισμός πάντα αναπτυσσόταν στη Μαριούπολη. Είχαμε ελληνικά ιδρύματα, κοινότητες, ομοσπονδία, είχαμε μεγάλο ιατρικό κέντρο ελληνικό, κυριακάτικα σχολεία, βιβλιοθήκες, γιορτάζαμε με μεγαλοπρέπεια τη Μέγα Γιορτή -τη γιορτή των Ελλήνων της Αζοφικής. Ως νομικός μπορώ να δηλώσω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω οποιαδήποτε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πλευράς Ουκρανίας. Παράλληλα, τα προηγούμενα χρόνια ο ελληνικός πολιτισμός αναπτυσσόταν διαρκώς στη Μαριούπολη και τις γύρω περιοχές. Κάτι που δεν μπορούμε να πούμε τώρα, όταν στο πολιτιστικό κέντρο του Σαρτανά, αντί για ελληνική μουσική, ακούγονται πλέον ρωσικά τραγούδια.»