Η δραματική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στις Ηνωμένες Πολιτείες με την επαναφορά στον Λευκό Οίκο του πρώην Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι λογικό να έχει προκαλέσει σκεπτικισμό ως προς πιθανές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον απέναντι στην Ευρώπη και ειδικότερα τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα και την Τουρκία και τις ευαίσθητες ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του Ντόναλντ Τραμπ, η ιδιαίτερη προσωπική του σχέση με τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν και η διαπλοκή επαγγελματικών συμφερόντων και εξωτερικής πολιτικής είναι στοιχεία που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα στην ανάλυση για το ποιά θα είναι η στάση της Προεδρίας Τραμπ στην ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τούρκος Πρόεδρος ήταν από τους πρώτους διεθνείς ηγέτες που έσπευσαν να συγχαρούν τον Τραμπ για την εκλογική του νίκη. Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής τους συνομιλίας, ο Ερντογάν κάλεσε τον τέως και επόμενο Αμερικανό Πρόεδρο να επισκεφθεί την Τουρκία και εξέφρασε την επιθυμία για βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Οι σχέσεις Τραμπ-Ερντογάν έχουν περάσει από διάφορα κύματα, με κορυφαία στιγμή την υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, τον οποίο οι δικαστικές αρχές της Τουρκίας είχαν φυλακίσει το 2018 με τις κατηγορίες της κατασκοπίας και συνεργασίας με τρομοκρατικές οργανώσεις. Ευαγγελικές οργανώσεις στις ΗΠΑ είχαν οργανώσει τότε μεγάλη καμπάνια για την απελευθέρωση του Μπράνσον και ο Ντόναλντ Τραμπ έφτασε στο σημείο να απειλήσει την Τουρκία με σκληρές οικονομικές κυρώσεις αν δεν απελευθέρωνε τον Μπράνσον, ενώ επέβαλε κυρώσεις στους τότε Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών της Τουρκίας. Ο Ερντογάν θεωρούσε ατυχώς ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Αμερικανό πάστορα ως αντάλλαγμα για την απέλαση από τις ΗΠΑ του θανάσιμου εχθρού του Φετουλάχ Γκιουλέν. Το παίγνιο όμως του Τούρκου Προέδρου απέτυχε παταγωδώς, καθώς οι απειλές της Ουάσιγκτον γονάτισαν την τουρκική λίρα και η Άγκυρα απελευθέρωσε τελικά τον Μπράνσον μετά από δύο μήνες, χωρίς ο Γκιουλέν να απελαθεί ποτέ από τις ΗΠΑ μέχρι τον θάνατό του πρόσφατα.
Λίγο αργότερα όμως, με προσωπική του απόφαση ο Τραμπ αποφάσισε και διέταξε την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία, γεγονός που προκάλεσε την παραίτηση του τότε Υπουργού Άμυνας Τζιμ Μάτις και εν τέλει άνοιξε την πύλη για την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία τον Οκτώβριο 2019. Ένα μήνα μετά, ο Ερντογάν επισκέφθηκε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος δήλωσε “μεγάλος φαν” του Τούρκου Προέδρου, παρότι ο Ερντογάν αψήφισε τις απειλές του Τραμπ να μην εισβάλλει η Τουρκία στη Συρία. Η αμφιλεγόμενη αυτή σχέση διακόπηκε ένα χρόνο μετά λόγω της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Η σημερινή όμως κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο διαφέρει σε ουσιαστικό βαθμό από την κατάσταση που επικρατούσε το 2016 έως το 2020. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μπει σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, η ελληνική αμυντική ικανότητα έχει αναβαθμιστεί σημαντικά, ενώ η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ το 2023 και η επακόλουθη σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ και εμμέσως με το Ιράν έχουν αλλάξει άρδην το status quo στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η αμέριστη πολιτική στήριξη που παρέχει η τουρκική κυβέρνηση στη Χαμάς και εν μέρει και στη Χεζμπολάχ και το Ιράν, έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την διακηρυγμένη θέση του Ντόναλντ Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών για αμέριστη στήριξη στο Ισραήλ.
Η είδηση της ανάθεσης της θέσης του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ στον γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο, όπως και της θέσης του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας στον βουλευτή Μάικλ Γουόλτς, υποδηλώνει σαφώς ότι η Ουάσιγκτον θα στηρίξει αμέριστα το Ισραήλ στον πόλεμο κατά της Χεζμπολάχ και εμμέσως κατά του Ιράν, ενώ κλονίζονται οι ελπίδες της Άγκυρας για τερματισμό της αμερικανικής στήριξης στην κουρδική de facto οντότητα στην ανατολική Συρία. Όσον αφορά δε συγκεκριμένα τον Μάρκο Ρούμπιο, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής υπήρξε συντάκτης από κοινού με τον Ρόμπερτ Μενέντεζ του σημαντικού νόμου East Med Act, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η συνεργασία των ΗΠΑ με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Ελλάδα για την ενεργειακή και αμυντική συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στον τομέα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, η προηγούμενη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο χαρακτηρίστηκε από την περαιτέρω εμβάθυνση των αμυντικών σχέσεων των δύο χωρών και την θεσμοθέτηση του Στρατηγικού Διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες, ο οποίος οδήγησε στην υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας το 2021 και την έγκριση, μεταξύ άλλων, της πώλησης των μαχητικών F-35 στην Ελλάδα. Η δε σχέση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο όπως φάνηκε και στην πρόσφατη τηλεφωνική συνομιλία των δυο ηγετών.
Το μοναδικό ίσως ζήτημα που μπορεί να επηρεάσει κάπως τα ελληνικά συμφέροντα είναι το ενδεχόμενο επιστροφής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, κάτι που επιθυμεί διακαώς η Άγκυρα και προσπαθεί εδώ και μήνες να επηρεάσει και μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου μέσω φορέων λόμπινγκ στην Ουάσιγκτον. Πρόκειται για ένα ζήτημα που ενδέχεται να χρησιμοποιήσει η Προεδρία Τραμπ ως δέλεαρ προς τον Ερντογάν ως αντάλλαγμα για κάποιες παραχωρήσεις/υποχωρήσεις της Τουρκίας σε συγκεκριμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η στήριξη στη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και το Ιράν.
Στην Άγκυρα πάντως η είδηση για τον διορισμό Ρούμπιο και Γουόλτς σε καίριες θέσεις ευθύνης ως προς την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αντέστρεψε άρδην τη συγκρατημένη αισιοδοξία που είχε δημιουργήσει αρχικά η άμεση επικοινωνία Ερντογάν-Τραμπ, καθώς η πραγματικότητα είναι πως οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Χαμάς και οι ακραίες ρητορικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ έχουν δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό ντεζαβαντάζ για τα τουρκικά συμφέροντα στην Ουάσιγκτον.