Ο ιδρυτής της Alibaba, Τζακ Μα, εμφανίστηκε μετά από ενάμιση χρόνο και μία ημέρα μετά ανακοινώθηκαν ριζικές αλλαγές στην εταιρεία.
Όπως γνωστοποιήθηκε, η κινεζική Alibaba Group θα μετατραπεί σε εταιρεία holding με έξι διαφορετικούς επιχειρηματικούς ομίλους, προχωρώντας σε μια σημαντική αναδιοργάνωση. Η Alibaba χαρακτήρισε την αναδιάρθρωση ως την «σημαντικότερη» οργανωτική αλλαγή στην 24χρονη ιστορία της, ενημερώνοντας ότι κάθε μονάδα θα έχει τον δικό της διευθύνοντα σύμβουλο και το δικό της διοικητικό συμβούλιο, ώστε να είναι δυνατή η ταχύτερη λήψη αποφάσεων. Μόνο η μονάδα ηλεκτρονικού εμπορίου της Κίνας, Taobao Tmall Commerce Group, θα παραμείνει μια πλήρως ελεγχόμενη οντότητα της Alibaba.
«Η αρχική πρόθεση και ο βασικός σκοπός αυτής της μεταρρύθμισης είναι να καταστήσουμε τον οργανισμό μας πιο ευέλικτο, να συντομεύσουμε τη λήψη αποφάσεων και να ανταποκρινόμαστε ταχύτερα», ανέφερε ο Ζανγκ σε επιστολή προς το προσωπικό που είδε το Reuters.
Οι μετοχές της Alibaba, που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ αυξήθηκαν έως και 8% μετά την είδηση. Η μετοχή της Alibaba έχει υποχωρήσει περίπου 70% από τότε που ξεκίνησε η ρυθμιστική καταστολή στα τέλη του 2020.
Κίνα: Ο Μα επέστρεψε, ενώ οι αρχές επιχειρούν να στηρίξουν την οικονομία
Η αναδιάρθρωση έρχεται λίγες ώρες, αφότου ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής της Alibaba, Τζακ Μα, επέστρεψε στην Κίνα μετά από απουσία ενός έτους από τη χώρα, σύμφωνα με δημοσιεύματα τοπικών μέσων ενημέρωσης. Το πού βρισκόταν ο Μα, ο πιο διάσημος επιχειρηματίας της Κίνας, αποτελεί μυστήριο, αφού εξαφανίστηκε από τα φώτα της δημοσιότητας μετά την κριτική που άσκησε στις κινεζικές ρυθμιστικές αρχές για την καταστολή της καινοτομίας στην Ant Group, την θυγατρική εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας της Alibaba.
Οι κινεζικές αρχές έχουν «κατεβάσει τους τόνους», τους τελευταίους μήνες, απέναντι στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επιχειρούν να στηρίξουν την οικονομία που έχει πληγεί από τους περιορισμούς του κορωνοϊού. Οι εταιρείες, ωστόσο, υπήρξαν διστακτικές, επισημαίνοντας σε ιδιωτικές συνομιλίες την έλλειψη νέων υποστηρικτικών πολιτικών και το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο.