Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ τη Δευτέρα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μερική ασυλία από την ποινική του δίωξη σηματοδότησε μια νίκη για τον πρώην πρόεδρο, προκαλώντας πολιτικό σεισμό στην πορεία για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Τον Δεκέμβριο ο ειδικός εισαγγελέας, Τζακ Σμιθ προσπάθησε να πείσει το Ανώτατο Δικαστήριο να ασχοληθεί γρήγορα με το αν ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ασυλία από τη δίωξη για την υποτιθέμενη απόπειρα υπονόμευσης των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2020. Οι κατηγορίες, έγραψε ο ειδικός εισαγγελέας (ένας ανεξάρτητος εισαγγελέας που διορίστηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης), «εμπλέκουν μια κεντρική αρχή της δημοκρατίας μας».
Η άμεση απόφαση των δικαστών ήταν αναγκαία για να «επιτρέψει τη διεξαγωγή της δίκης σε κατάλληλο χρονοδιάγραμμα».
Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να παρέμβει πρόωρα. Αλλά την 1η Ιουλίου, επτά μήνες μετά το αίτημα του εισαγγελέα Σμιθ και τέσσερις μήνες μετά την ημερομηνία που είχε αρχικά ορίσει η δικαστής Τάνια Τσούτκαν για την έναρξη της δίκης του Τραμπ, έφτασε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αν και η απόφαση στην υπόθεση Τραμπ κατά Ηνωμένων Πολιτειών δεν δίνει στον Τραμπ όλα όσα ζητούσε, αποτελεί μια σαφή πρακτική νίκη για τον πρώην και πιθανώς μελλοντικό πρόεδρο.
Οι κατηγορίες εναντίον του Τραμπ για την υποτιθέμενη προσπάθεια να ματαιώσει την εκλογική του ήττα το 2020 είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα προχωρήσουν πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου -και ίσως ποτέ, επισημαίνει ο Economist.
O πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, σχολιάζοντας την απόφαση του δικαστηρίου, εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτικός. «Αυτό το κράτος ιδρύθηκε με βάση την αρχή ότι δεν υπάρχουν βασιλείς στην Αμερική. Είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον του νόμου. Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου. Ούτε καν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», τόνισε. Μετά την ετυμηγορία της Δευτέρας, συμπλήρωσε, «αυτό άλλαξε θεμελιωδώς».
Ασυλία και μετά την αποχώρηση από το αξίωμα
Τι αποφάσισε λοιπόν το δικαστήριο; Το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DoJ) θεωρεί εδώ και καιρό ότι οι εν ενεργεία πρόεδροι έχουν ασυλία από τη δίωξη. Η υπόθεση Τραμπ κατά Ηνωμένων Πολιτειών ασχολείται με το τι συμβαίνει μετά την αποχώρησή τους από το αξίωμα. Όλες οι «επίσημες πράξεις» που αναλαμβάνουν οι πρόεδροι δικαιούνται τουλάχιστον τεκμαιρόμενης ασυλίας, ενώ οι προεδρικές πράξεις που αφορούν τον πυρήνα της συνταγματικής τους εξουσίας προστατεύονται «απολύτως» από οποιαδήποτε δίωξη. Με άλλα λόγια, τίποτα από όσα πράττει ένας πρόεδρος στο πλαίσιο της συνταγματικής του εξουσίας δεν μπορεί να τον στοιχειώσει μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα.
Και ακόμη και όταν μια πράξη βρίσκεται στην «εξωτερική περίμετρο» της εκτελεστικής εξουσίας, τα δικαστήρια θα πρέπει να θεωρούν ότι ο πρόεδρος προστατεύεται επίσης από τη δίωξη. Μόνο η πραγματικά «ανεπίσημη» (ή ιδιωτική) συμπεριφορά θα πρέπει να εκθέτει έναν πρώην πρόεδρο σε πιθανά νομικά προβλήματα μόλις εγκαταλείψει το αξίωμά του.
Από τις πράξεις που καταγγέλλονται στο κατηγορητήριο του Σμιθ ορισμένες είναι σαφώς εκτός ορίων για τους εισαγγελείς, έκρινε το δικαστήριο. Οι συζητήσεις με αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης και με τον Τζέφρι Ρόζεν, τον εκτελούντα χρέη γενικού εισαγγελέα του Τραμπ, είναι ένα παράδειγμα.
Οι συζητήσεις αυτές προστατεύονται και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής δίωξης, παρόλο που φέρονται να αποσκοπούσαν στην προσπάθεια ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος με την έναρξη έρευνας για υποτιθέμενη εκλογική απάτη και την αποστολή επιστολών σε ορισμένες πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Τζόρτζια, με τις οποίες ισχυριζόταν ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε «σημαντικές ανησυχίες» σχετικά με την εκλογική διαδικασία.
Άλλα θέματα του κατηγορητηρίου, είπε το δικαστήριο, όπως οι ισχυρισμοί ότι ο Τραμπ πίεσε τον Μάικ Πενς, τον αντιπρόεδρό του, να απορρίψει την ψηφοφορία για το εκλογικό σώμα, αποτελούν γκρίζα ζώνη. Μαζί με τις επικοινωνίες με «κρατικούς αξιωματούχους και ορισμένους ιδιώτες», καθώς και τα tweets και άλλα μηνύματα προς το κοινό σχετικά με τα βίαια γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, οι πράξεις αυτές είναι λιγότερο ξεκάθαρα εντός των ορίων της επίσημης συμπεριφοράς ενός προέδρου. Θα πρέπει να θεωρούνται ότι προστατεύονται, αλλά «παρουσιάζουν πιο δύσκολα ερωτήματα», έγραψε ο αρχιδικαστής Ρόμπερτς, τα οποία θα πρέπει να διευθετηθούν από τα κατώτερα δικαστήρια.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί στο Ανώτατο Δικαστήριο
Σε αντίθεση με προηγούμενες ομόφωνες αποφάσεις σχετικά με τα όρια της προεδρικής εξουσίας -κατά του Ρίτσαρντ Νίξον το 1974 και του Μπιλ Κλίντον το 1997-, η υπόθεση Τραμπ κατά Ηνωμένων Πολιτειών ήταν μια ιδεολογικά διχασμένη απόφαση 6 προς 3. Και οι έξι δικαστές που διορίστηκαν από Ρεπουμπλικάνους προέδρους -συμπεριλαμβανομένων των τριών επιλογών του Τραμπ- προσχώρησαν στην πλειοψηφία. Και οι τρεις διορισμένοι από τους Δημοκρατικούς διαφώνησαν.
Η δικαστής Σόνιτα Σοτομέγιορ, η οποία έγραψε την κύρια διαφωνία (στην οποία προσχώρησαν οι άλλοι δύο δημοκρατικοί δικαστές κατηγόρησε την πλειοψηφία ότι επινόησε μια νέα έννοια της μεταπροεδρικής ασυλίας «με ωμή βία». Το σκεπτικό για μια τόσο ευρεία ασπίδα προστασίας για τους προέδρους είναι «ατεκμηρίωτο, ανιστόρητο και αδικαιολόγητο», έγραψε, και προμηνύει «μεγάλη ζημιά στους αμερικανικούς θεσμούς και στους ίδιους τους Αμερικανούς»
. Η δικαστής Σοτομέγιορ προειδοποίησε ότι η υπόθεση Τραμπ κατά Ηνωμένων Πολιτειών «αναδιαμορφώνει» τον θεσμό της προεδρίας, καθιστώντας «κοροϊδία την αρχή, θεμελιώδη του Συντάγματος και του κυβερνητικού μας συστήματος, ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι υπεράνω του νόμου». Για τον αρχιδικαστή Ρόμπερτς, αυτό είναι υπερβολή. Ωστόσο, ο επικεφαλής δικαστής δεν δίνει καμία άμεση απάντηση στην κατηγορία της δικαστού ότι η απόφασή του θα μπορούσε να εξουσιοδοτήσει τους προέδρους να διαπράττουν εγκλήματα ατιμώρητα, από το να διατάξουν «την ομάδα Seal Team 6 του Ναυτικού να δολοφονήσει έναν πολιτικό αντίπαλο» μέχρι να σχεδιάσουν ένα «στρατιωτικό πραξικόπημα για να κρατηθούν στην εξουσία».
Η ανάλυσή της φαίνεται ορθή, υπογραμμίζει ο Economist: Οι επίσημες προεδρικές πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδείξεων σε ποινική δίκη, υποστηρίζει η πλειοψηφία, και τα δικαστήρια δεν μπορούν ποτέ να «ερευνήσουν τα κίνητρα του προέδρου».
Ο Τραμπ θα τα βάλει όλα στο συρτάρι αν εκλεγεί
Το μεγαλύτερο μέρος της διαμάχης μεταξύ της πλειοψηφίας και των διαφωνούντων επικεντρώθηκε στις εκτιμήσεις των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της απόφασης. Αλλά οι άμεσες συνέπειες είναι αρκετά σαφείς. Μεγάλο μέρος της υπόθεσης του Σμιθ εναντίον του Τραμπ έχει εξανεμιστεί. Ό,τι έχει απομείνει από αυτήν θα μπορούσε ενδεχομένως να αναβιώσει αφού η δικαστής Τσούτκαν αποφασίσει ποιες κατηγορίες αφορούν ανεπίσημες (και συνεπώς διώξιμες) πράξεις.
Αλλά με μόνο τέσσερις μήνες πριν από τις εκλογές, υπάρχει μικρή πιθανότητα ο Σμιθ να προλάβει να παρουσιάσει εγκαίρως τα στοιχεία αυτά στους ενόρκους. Και αν ο Τραμπ κερδίσει, είναι βέβαιο ότι θα διατάξει τον γενικό εισαγγελέα του να μπουν όλα στο συρτάρι.