Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου επιστρέφει στην εξουσία.
Ύστερα από περίπου ένα χρόνο που έμεινε στην αντιπολίτευση, κατάφερε να πείσει ένα μεγάλο τμήμα της ισραηλινής κοινωνίας πως αποτελεί την καλύτερη και πιο αποτελεσματική λύση για να ηγηθεί της χώρας.
Η κυβέρνηση των Νάφταλι Μπένετ και Γιάιρ Λάπιντ κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυξημένο αριθμών τρομοκρατικών χτυπημάτων και δεν ενέπνευσε σιγουριά, με τον τρόπο τουλάχιστον που το έπραττε ο Νετανιάχου. Ο τελευταίος, μάλιστα, αξιοποίησε τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Ισραηλινοί πολίτες τους τελευταίους μήνες -για τα δεδομένα τουλάχιστον της χώρας- και έδωσε κάποιες υποσχέσεις, που, επίσης, τον βοήθησαν να κερδίσει τις εκλογές. Έτσι, το μέτωπο εναντίον του, το οποίο στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στο ζήτημα της διαφθοράς, δεν αποδείχθηκε επαρκές.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν η νέα ισραηλινή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Νετανιάχου θα έχει συνοχή. Το κόμμα του, το Λικούντ, θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με ακροδεξιά κόμματα, που ενδεχομένως να θελήσουν να εφαρμόσουν την ομοφοβική τους ατζέντα. Παραδοσιακά, όμως, η ισραηλινή κοινωνία είναι πολύ ανοιχτή, και δύσκολα μπορεί να δεχθεί τέτοιες αλλαγές. Ο ίδιος ο Νετανιάχου εμφανίζεται καθησυχαστικός, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εκφράσει ορισμένες επιφυλάξεις. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη σύνθεση της κυβέρνησης.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ο Νετανιάχου προτιμά τη συνεργασία με τους Ρεπουμπλικάνους, παρά με τους Δημοκρατικούς. Στο καλύτερο για τον ίδιο σενάριο θα πρέπει να συνεργαστεί με τον πρόεδρο Μπάιντεν, με ένα Κογκρέσο ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η σημερινή αμερικανική πολιτική έναντι του Ιράν, της Παλαιστίνης και της Σαουδικής Αραβίας μάλλον θα αποτελέσει αιτία ισχυρών αμερικανοϊσραηλινών διαφωνιών. Aυτό το οποίο μπορούμε να περιμένουμε είναι μια περισσότερο αυτόνομη ισραηλινή εξωτερική πολιτική σε σχέση με τον περασμένο χρόνο.
Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ο Νετανιάχου δεν πρόκειται να διαταράξει την πορεία ομαλοποίησης των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων. Η πορεία αυτή, άλλωστε, άρχισε επί εποχής του και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας των Μπένετ και Λάπιντ. Ωστόσο, η σχέση του Νετανιάχου με τον πρόεδρο Ερντογάν έχει αποδειχθεί προβληματική στο παρελθόν, ενώ ο Ισραηλινός πρωθυπουργός θα εξακολουθήσει να βλέπει καχύποπτα το γενικότερο ρόλο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Και εδώ θα υπάρξει ενδεχομένως διαφορά στην προσέγγιση συγκριτικά με αυτή της προηγούμενης ισραηλινής κυβέρνησης.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνοϊσραηλινά, αναμένεται αναζωογόνηση του τριμερούς σχήματος με τη συμμετοχή της Κύπρου, το οποίο είχε πρακτικά «παγώσει» επί Μπένετ και Λάπιντ. Η αναζωογόνηση αυτή δεν πρόκειται να οδηγήσει σε συμφωνία των τριών κατά της Τουρκίας, καθώς κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει το Ισραήλ. Πιο συχνές συζητήσεις, ωστόσο, μπορούν να διευκολύνουν συνέργειες σε τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια, οι στρατιωτικές ασκήσεις, η μάχη κατά του αντισημιτισμού, το εμπόριο και ο πολιτισμός.
Η Ελλάδα χρειάζεται να θέσει ρεαλιστική ατζέντα σχετικά με τι επιδιώκει προσεγγίζοντας το Ισραήλ και να αξιοποιήσει τη φωνή της στις Βρυξέλλες για να διαπραγματεύεται πιο σφαιρικά.
Η Ελλάδα, αλλά και η Κύπρος, τέλος, καλούνται να παρακολουθήσουν τη μελλοντική εξέλιξη της συμφωνίας Ισραήλ-Λιβάνου για τις θαλάσσιες ζώνες. Ο Νετανιάχου έχει πει προεκλογικά πως θα την «εξουδετερώσει». Παρ' όλα αυτά, θεωρείται απίθανο να μην τηρήσει τη συμφωνία. Το πιο λογικό είναι να δώσει έμφαση στην αμοιβαιότητα, ώστε αν είναι ικανοποιημένος από την άλλη πλευρά, να τηρήσει τις ισραηλινές δεσμεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία αυτή είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και η εφαρμογή της δεν εξαρτάται μόνο από τον Νετανιάχου αλλά και από την πορεία της παραδοσιακής αντιπαλότητας Ισραήλ-Λιβάνου, καθώς επίσης και από τις ποσότητες φυσικού αερίου που θα εντοπιστούν.
- Ο Γιώργος Τζογόπουλος είναι Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (CIFE), Senior Fellow στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ (Ισραήλ) και το ΕΛΙΑΜΕΠ.