Ο Κίμων Δρακόπουλος, επίκουρος καθηγητής στην Επιστήμη των Δεδομένων στη Σχολή Marshall του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, γράφει στο booksjournal για την εμπειρία του με το ελληνικό κράτος εν καιρώ πανδημίας.
Μια εμπειρία που μοιάζει και ο ίδιος να μην πιστεύει, πολύ περισσότερο καθώς έρχεται δύο χρόνια μετά από μια επώδυνη ιστορία για τον ίδιο και την οικογένειά του, όταν έχασαν τον πεθερό του στη φωτιά στο Μάτι.
Να σημειωθεί ότι ο Κίμων Δρακόπουλος είναι ένας νέος που κάνει λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα στις ΗΠΑ και η συμβολή του στην ομάδα Covid-19 υπό τον πρωθυπουργό για την κατασκευή του αλγορίθμου θεωρείται πράγματι πρωτοποριακή.
23 Ιουλίου 2018, 6:14. Η τελευταία ευτυχισμένη στιγμή που μπορώ να θυμηθώ. Στις 6:15 λάβαμε τα νέα ότι ο πεθερός μου ήταν αγνοούμενος. Την τελευταία φορά που κάποιος μίλησε μαζί του ετοιμαζόταν να αφήσει το σπίτι του για να δραπετεύσει από τη φωτιά. Αυτό συνέβη δύο μέρες μετά τον γάμο μου, την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου… Και όλα αυτά διότι δεν υπήρξε επικοινωνία, προειδοποίηση, οδηγίες ώστε να μην κατευθυνθεί στη φωτιά που έκαψε την ευτυχία μου, τα κίνητρα και τον δεσμό μου με τη χώρα μου.
23 Ιουλίου 2020, 6:15 – και είμαι σε μια συνάντηση Zoom με την ομάδα των Ελλήνων επιδημιολόγων όπου παρουσιάζονται οι επιδόσεις και οι λεπτομέρειες του εργαλείου μηχανικής εκμάθησης επιδημιολογικής εποπτείας που η ομάδα μου και εγώ είχαμε κατασκευάσει. Ενα εργαλείο που συνδυάζει αποτελέσματα αξιολογήσεων σε πραγματικό χρόνο από προηγούμενα τεστ τα οποία πραγματοποιούνται στα σημεία εισόδου της χώρας, για να καταστεί αντιληπτό το προφίλ κινδύνου των επισκεπτών και να βελτιστοποιηθεί η κατανομή των τεστ σε βάθος χρόνου. Μια επιχειρησιακή λειτουργία που, όπως μπορείτε να φανταστείτε, απαιτεί τη συνεργασία διαφορετικών τύπων άοκνων λειτουργών: γιατροί και νοσοκόμες στα σημεία εισόδου, πυροσβέστες και αστυνομικοί που επιβοηθούν, τρεις διαφορετικές ομάδες προγραμματιστών που διαχειρίζονται διάφορα τεχνικά θέματα, καθηγητές που συναντώνται καθημερινά για να παράσχουν την άποψή τους και τη γνώμη τους σχετικά με τη μοντελοποίηση, τρία διαφορετικά υπουργεία που διαχειρίζονται τα διάφορα σχετικά θέματα, από την απόκτηση των τεστ μέχρι τη διαχείριση των εργαστηρίων, τον συντονισμό και τη στελέχωση των επιχειρήσεων.
Καλώ τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει την τελευταία πρόταση, να κουνήσει το κεφάλι του και να την ξαναδιαβάσει. Δεν μπορώ πραγματικά να ανακαλέσω μια περίσταση μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 που τόσες διαφορετικές ομάδες και οργανισμοί, απρόσκοπτα, συνεργάστηκαν σε ένα εγχείρημα. Οντας ένας πληροφορικάριος σε όλη μου την ζωή θα περίμενε κανείς να με συνεπάρουν τα μαθηματικά, η στατιστική, η μηχανική εκμάθηση του εγχειρήματος. Αυτοί που θα συνηγορήσουν για την απόκτηση της έδρας μου στις ΗΠΑ, το λεγόμενο tenure, μάλλον δεν θα ενθουσιαστούν με αυτό που θα πω, αλλά θα προτιμούσα, αν έπρεπε να διαλέξω, από την κατάκτηση της επιστημονικής καινοτομίας και τη διεθνή αναγνώριση, τη δυνατότητα να συμβάλω στο να γίνει αυτή η κουλτούρα συνεργασίας, επικοινωνίας και σκεπτόμενης επιμέλειας ο κανόνας αντί για την εξαίρεση στην Ελλάδα. Είναι ακριβώς αυτή η κουλτούρα που θα απέτρεπε την τραγωδία την οποία υπέστη η οικογένειά μου. Είναι ακριβώς αυτή η κουλτούρα που θα ενέπνεε εμένα και πολλούς σαν εμένα που έχουν σταδιοδρομήσει στο εξωτερικό να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να συμβάλουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Τι όμως επέτρεψε αυτό το εγχείρημα που περιέγραψα να υλοποιηθεί; Μας δόθηκε μια θέση να σταθούμε και ένας μοχλός και έτσι, τουλάχιστον από τη σκοπιά μου, μετακινήσαμε τον κόσμο, όπως λέει και το γνωμικό. Για την ακρίβεια, στην ιστορία που θα διηγηθώ, 6 άνθρωποι και τέσσερις φράσεις έκαναν τα πάντα εφικτά.
Η όλη ιστορία ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου όταν ο καθηγητής Τσιόδρας, ένας από τους πιο εντυπωσιακούς ανθρώπους που (εκ των υστέρων) είχα τη χαρά να γνωρίσω στη ζωή μου, είπε: «είναι για τις μητέρες μας και τους πατεράδες μας». Αυτός ο άνθρωπος μάχεται για τις μητέρες μας και τους πατεράδες μας –και μπορείς να καταλάβεις από τα μάτια του ότι όντως μάχεται– για να αποτρέψει ακόμη μια τραγική απώλεια σε μια οικογένεια. Στις 30 Απριλίου γκουκλάρισα: «Κυριάκος Μητσοτάκης» και έστειλα ένα email στην πρώτη ηλεκτρονική διεύθυνση που εμφανίστηκε με τίτλο: «σε περίπτωση που χρειάζεστε βοήθεια με τα analytics των επιδημιών». Να σημειώσω εδώ ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια που η αναφορά του ονόματος Μητσοτάκη δεν προκαλούσε συνήθως θετική ανταπόκριση. Τρεις ώρες αργότερα έλαβα ένα email για να συζητήσουμε. Οπερ και έγινε και μιλήσαμε για την ανάγκη των δεδομένων και της τεχνολογίας στη διαχείριση της κρίσης της πανδημίας και συμφωνήσαμε σε ένα πιθανό πρότζεκτ (το οποίο να σημειώσω ότι παρασχέθηκε δωρεάν από εμένα και τους συνεργάτες μου). Η συνομιλία αυτή κατέληξε με την επιφώνηση «να το κάνουμε». Εχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα θα στοιχημάτιζα την περιουσία μου ότι ποτέ δεν θα «το κάναμε».
Τελικά, διαψεύστηκα από τα γεγονότα. Ανάλωσα τον επόμενο μήνα συναντώντας το κάθε ξεχωριστό μέλος της ομάδας COVID-19: τους επιδημιολόγους, τους λειτουργούς δημόσιας υγείας, την ομάδα Πολιτικής Προστασίας. Ξοδέψαμε πολλές άυπνες νύχτες σχεδιάζοντας τη στρατηγική μας να ανοίξουμε τα σύνορα, να μορφοποιήσουμε το σύστημά μας, διεξάγοντας βαθύτατες τεχνικές συζητήσεις με την επιστημονική ομάδα (πρακτικά περνούσαμε συνεντεύξεις), δημιουργώντας σχέδια έκτακτης ανάγκης για όλα τα επιχειρησιακά σενάρια και αντιμετωπίζοντας τεχνικά προβλήματα και δυνητικές αποτυχίες του συστήματος. Μπορεί να ήταν η κρίση, μπορεί να έτυχε να είναι έτσι μόνο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αλλά αυτή σίγουρα δεν ήταν η Ελλάδα που σκότωσε τον πεθερό μου και την αγάπη μου για τη χώρα.
Οχι ότι πήγαν όλα ρολόι. Τα μικροπολιτικά ποτέ δεν μας εγκατέλειψαν, η σαρκαστική συμπεριφορά ότι «εδώ είναι Ελλάδα, όχι Αμερική» πάντα θα με στενοχωρούσε και θα καθυστερούσε πρόσκαιρα το έργο μας. Μετά όμως θα ακολουθούσε η μάλλον τρομακτική φωνή του Νίκου Χαρδαλιά με ένα: «αυτό θα γίνει είτε σας αρέσει είτε όχι», που θα απέκλειε το ενδεχόμενο να γίνει κάτι πιο συμβατό με τις υποτιθέμενες «ελληνικές δυνατότητες», η παρέμβαση καταπληκτικών προσωπικοτήτων όπως η συνάδελφός μου καθηγήτρια Παγώνα Λάγιου, που μιλούσε το λιγότερο κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αλλά έκανε τη γη να τρέμει όταν μίλησε στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να εξασφαλίσει ότι όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτό το αρχικό στάδιο θα είχαν την πλήρη υποστήριξη στο εγχείρημα ή αυτός που θα παραμείνει ανώνυμος με το παρατσούκλι ccm.tgsd (δηλαδή, κοινοποίησέ μου όταν θες… πραγματικά να γίνει κάτι). Ετσι η μικροπολιτική παραμεριζόταν από την επιταγή του κοινού καλού.
Την ημέρα ενεργοποίησης του εγχειρήματός μας αποφάσισα να ταξιδέψω εκ νέου στην Ελλάδα για να εποπτεύσω το κάθε συστατικό στοιχείο του συστήματος, μια που το κάθε βήμα είναι απαραίτητο για την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητα του όλου. Αρχισα από το πεδίο και ανάλωσα δύο μέρες στο Αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος δίπλα στους γιατρούς και τις νοσοκόμες που έκαναν τα τεστ και έπαιρναν τα δείγματα και τους πυροσβέστες που ήλεγχαν τις φόρμες και «αποκωδικοποιούσαν» τις αποφάσεις: τεστ/όχι τεστ. Ημουν εκεί από τις 6 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ και είδα τους ίδιους τρεις πυροσβέστες να δουλεύουν με τις αφίξεις επιβατών για 11 συνολικά ώρες, διαψεύδοντας τρανταχτά το στερεότυπο του Ελληνα δημόσιου υπαλλήλου που αναλώνει το τελευταίο μισάωρο της καθημερινής εργασίας του κοιτώντας το ρολόι του για να κλείνει το οκτάωρο. Όταν ρώτησα έναν από τους πυροσβέστες, τον Βασίλη Κατσιάδα, πού έβρισκε όλη αυτή την ενέργεια, η απάντηση του με κατέπληξε: «Η επιτυχία μας αναφορικά με τον COVD 19 είναι η μοναδική μεγάλη νίκη της γενιάς μου και θα κάνω ό,τι μπορώ για να τη διατηρήσω».
Τι προσπαθώ να πω με την εξιστόρησή μου; Ναι, μας δόθηκε μια θέση να σταθούμε από την πολιτική ηγεσία: τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Νίκο Χαρδαλιά, την Επιτροπή Δημόσιας Υγείας του υπουργείου Υγείας. Είχαμε όμως και έναν απίστευτα ισχυρό μοχλό στα χέρια μας, ανθρώπους σαν τον Σωτήρη, την Παγώνα, τον Βασίλη αυτής της χώρας. Αυτούς που αποφασίζουν να σιωπήσουν όταν αυτοί που δεν έχουν να πουν τίποτε μιλούν. Αλλά και αυτοί που όταν μιλούν μπορούν να κινήσουν γη και ουρανό. Εχω περάσει έντεκα ευτυχισμένα χρόνια στην Αμερική και έχω συναντήσει εκατοντάδες Ελληνες σαν εμένα. Ατομα που μπορούν να προσθέσουν αξία στη χώρα και πάντα «ελπίζουν ότι μπορούν να βοηθήσουν», αλλά το «σύστημα» ποτέ δεν θα τους αφήσει, διότι η Ελλάδα «δεν δουλεύει έτσι». Ε, λοιπόν, όλοι εμείς εκεί έξω κάναμε λάθος. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι έξι ανθρώπους. Κάποιους να σου δώσουν ένα μέρος να σταθείς και κάποιους με τους οποίους θα δώσεις τη μάχη, αν είσαι διατεθειμένος να το κάνεις. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο να τους βρεις αυτούς τους έξι σε μια θάλασσα απελπισίας. Η συμβουλή μου: εντόπισε αυτούς που μιλούν λιγότερο από τους άλλους.
Δημοσιεύθηκε στο booksjournal.gr