Το ΝΑΤΟ υποδέχεται τη νέα χρονιά με αυξημένες ελπίδες για ενίσχυση των διατλαντικών δεσμών μετά την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ σε μια δύσκολη συγκυρία, που καλείται να προσαρμοστεί στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον ασφαλείας και να αντιμετωπίσει τη στρατιωτική ενίσχυση της Ρωσίας, την άνοδο της ισχύος της Κίνας και τις εντάσεις μεταξύ των συμμάχων.
Μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου και την ήττα του Τραμπ, που επικύρωσε και το Εκλεκτορικό Κολλέγιο, ο πάντα προσεκτικός στις διατυπώσεις του ΓΓ της Συμμαχίας, Γενς Στόλτενμπεργκ δύσκολα έκρυβε την προθυμία του να καλέσει τον εκλεγμένο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν -«ισχυρό υποστηρικτή του ΝΑΤΟ», όπως τον αποκάλεσε – να επισκεφθεί τις Βρυξέλλες για μια σύνοδο κορυφής, μόλις αυτό καταστεί εφικτό.
Για το ΝΑΤΟ η παρουσία ενός λιγότερο απρόβλεπτου εταίρου στην Ουάσιγκτον είναι μείζονος σημασίας καθώς η Συμμαχία βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις μετά από μια κούρσα με «τρενάκι του ιλίγγου» επί των ημερών του Τραμπ, όπως λέει στη DW ο Πολ Τέιλορ, συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης «Friends of Europe». Οι κινήσεις του απερχόμενου Ρεπουμπλικανού προέδρου άφησαν ουλές στον ψυχισμό της Συμμαχίας, αλλά πυροδότησαν και κάποιες εν μέρει θετικές αλλαγές, σημειώνει, όπως η αύξηση των αμυντικών δαπανών ορισμένων κρατών μελών κι η συζήτηση για το θέμα της ανόδου της Κίνας. Από την άλλη, οι αποφάσεις του Τραμπ για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, αιφνιδίασαν όχι μόνον το ΝΑΤΟ, αλλά και κράτη μέλη του, που έχουν στρατεύματα εκεί και τα οποία θα είναι πιο ευάλωτα χωρίς την αμερικανική υποστήριξη.
Η πρόκληση της Κίνας
Αυτό το τεταμένο περιβάλλον έρχεται να παραλάβει ο Τζο Μπάιντεν στο ΝΑΤΟ με τους συμμάχους να στηρίζουν σ’ αυτόν πολλές από τις ελπίδες τους για την ενίσχυση της συλλογικής προσπάθειας αντιμετώπισης των άμεσων και μακροπρόθεσμων προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας. Ποιες είναι αυτές; Σύμφωνα με την έκθεση «ΝΑΤΟ 2030» της «επιτροπής των σοφών» της Συμμαχίας, που συγκροτήθηκε από τον Στόλτενμπεργκ μετά τον αφορισμό του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν ότι το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό», η Ρωσία θα παραμείνει για την επόμενη δεκαετία υπ’ αριθμόν 1 στρατιωτικοπολιτικός αντίπαλος Ωστόσο, όπως επισημαίνουν στο 60σέλιδο πόρισμά τους ο πρόεδρος της επιτροπής και πρώην βοηθός ΥΠ ΕΞ των ΗΠΑ, Γουές Μίτσελ, ο Γερμανός πρώην ΥΠ ΑΜ Τόμας Ντε Μεζιέρ, ο Γάλλος πρώην ΥΠ ΕΞ Ιμπέρ Βεντρίν κι άλλες προσωπικότητες, απαιτείται μια θεαματική αλλαγή πολιτικής έναντι της Κίνας. «Η άνοδός της είναι η μεγαλύτερη, και με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις αλλαγή στο στρατηγικό περιβάλλον του ΝΑΤΟ», ανέφερε στις αρχές του μήνα ο Μίτσελ σε ενημέρωσή του στο Carnegie Europe αναφορικά με το περιεχόμενο της έκθεσης.
Ανησυχία για το Αφγανιστάν
Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, το ΝΑΤΟ έχει να χειριστεί μια ακόμη πιο «καυτή πατάτα». Με τις ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν να προχωρούν κλυδωνιζόμενες με ρυθμό χελώνας ο Στόλτενμπεργκ λέει ότι η Συμμαχία θα πρέπει να αποφασίσει τον Φεβρουάριο αν θα συνεχίσει την αποστολή της για την εκπαίδευση των αφγανικών στρατευμάτων ή θα αποχωρήσει μετά από δύο δεκαετίες.
Το ΝΑΤΟ είχε δεσμευτεί να παραμείνει στο Αφγανιστάν μέχρις ότου οι τοπικές δυνάμεις θα είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα της χώρας, αλλά ούτε η πρεσβευτής του Τραμπ στο ΝΑΤΟ, Κέι Μπέιλι Χάτσισον θεωρεί ότι κάτι τέτοιο έχει συμβεί. Αν και απέφυγε δημοσίως την κριτική κατά του Ρεπουμπλικανού προέδρου για την απόφαση αποχώρησης από το Αφγανιστάν, επισημαίνει ότι το θέμα αυτό «είναι ένα από τα πρώτα που θα πρέπει να χειριστεί η νέα αμερικανική κυιβέρνηση».
Το θέμα των αμυντικών δαπανών
Στις πρωτεύουσες των κρατών μελών του ΝΑΤΟ γνωρίζουν καλά ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί από την ατζέντα το θέμα των αμυντικών δαπανών, που όπως έχει συμφωνηθεί πρέπει να αντιστοιχούν στο 2% του ΑΕΠ. Το θέμα, που έθεσε τόσο επιτακτικά κατ’ επανάληψη, ενίοτε και με απειλές, ο Τραμπ, θα εξακολουθεί να πυροδοτεί εντάσεις. «Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα τηρήσει σκληρότερη γραμμή με πιο φιλικούς τόνους», είπε ο Τόμας Ντε Μεζιέρ στο Center for European Policy Analysis, καθώς λόγω του επιθετικού ύφους του απερχόμενου Προέδρου των ΗΠΑ η συζήτηση δεν μπήκε ποτέ στην ουσία.
Ο Πολ Τέιλορ συμφωνεί ότι ουδείς θα πρέπει να θεωρεί ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά με τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά αυτό που μπορούν να περιμένουν οι σύμμαχοι είναι ότι οι σκληρές διαπραγματεύσεις δεν θα οδηγήσουν απαραίτητα και σε τσακωμό. Η συζήτηση «θα βασίζεται στα ίδια δεδομένα», λέει. «Και σίγουρα και στην ίδια βασική θέση ότι είμαστε ισχυρότεροι ενωμένοι, ότι η Αμερική είναι ισχυρότερη με συμμάχους στο πλευρό της παρά μόνη της κι ότι οι σύμμαχοι είναι ισχυρότεροι με την Αμερική δίπλα τους παρά μόνοι τους».