Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που οργανώθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο και Φεβρουάριο μέσω Facebook και του κοινωνικού δικτύου Vkontakte κατά της σύλληψης του Αλεξέι Ναβάλνι προκάλεσαν έντονη ανησυχία στον Βλαντίμιρ Πούτιν και στάθηκαν η νέα αφορμή για την προσπάθειά του να θέσει υπό έλεγχο το Ίντερνετ στη Ρωσία.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους πάνω από 100 πόλεων ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, το βίντεο του οποίου στο YouTube για το «παλάτι του Πούτιν» στη Μαύρη Θάλασσα δέχθηκε εκατομμύρια επισκέψεις. Ο Ναβάλνι καταδικάστηκε τελικά, ως γνωστόν, στις 2 Φεβρουαρίου σε δύο χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκιση για παραβίαση των όρων αναστολής από προηγούμενη -πολιτικά υποκινούμενη, όπως ο ίδιος κατήγγειλε - καταδίκη του το 2014 για «υπεξαίρεση».
Η «δοκιμή» στο Τwitter
Έτσι στις 10 Μαρτίου ο αρμόδιος για το Ίντερνετ ρωσικός κρατικός φορέας Roskomnadzor χρησιμοποίησε για πρώτη φορά μια νέα τεχνολογία, που εισήγαγαν οι ρωσικές Αρχές μετά το 2019, με στόχο τον περιορισμό της κίνησης στο Twitter σε αντίποινα για την αποτυχία του, όπως είπε, να σβήσει χιλιάδες αναρτήσεις «που ενθάρρυναν τις αυτοκτονίες ανηλίκων και περιείχαν υλικό παιδικής πορνογραφίας και πληροφορίες για χρήση ναρκωτικών», ενώ δύο μήνες νωρίτερα είχε κατηγορήσει το Twitter κι άλλα κοινωνικά δίκτυα επειδή δεν έσβησαν αναρτήσεις που καλούσαν παιδιά να πάρουν μέρος στις διαδηλώσεις κατά του Πούτιν. Το Twitter απάντησε ότι δεν στηρίζει «παράνομες συμπεριφορές» κι εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τις προσπάθειες του Roskomnadzor να μπλοκάρει τον δημόσιο διάλογο μέσω Ίντερνετ, αλλά ακολούθησε νέα προειδοποίηση λίγες μέρες αργότερα από τον ρωσικό φορέα ότι θα μπλοκάρει πλήρως το Twitter αν δεν απομακρύνει τις αναρτήσεις εντός ενός μηνός.
Το Τwitter διαθέτει, όπως σημειώνει το περιοδικό Time, μόλις 700.000 ενεργούς χρήστες μηνιαίως στη Ρωσία – σε σύγκριση με τα 68,7 εκατ. στις ΗΠΑ – και παρά τη χρήση του από αντιπολιτευόμενους πολιτικούς και δημοσιογράφους το Κρεμλίνο του Πούτιν δεν το θεωρεί «την πιο επικίνδυνη» πλατφόρμα, σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα Διαδικτύου Αντρέι Σολντάτοφ. Ειδικοί λένε ότι η αντιπαράθεση με το Twitter ήταν μια αφορμή για να δοκιμαστεί η τεχνολογία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook με τους περίπου 23 εκατ. ενεργούς μηνιαίους χρήστες στη Ρωσία.
Η κόντρα με το Twitter άνοιξε ένα νέο μέτωπο στον πόλεμο που έχει κηρύξει η κυβέρνηση του Πούτιν με την ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών στο Ίντερνετ, έναν πόλεμο που κρατά μια δεκαετία κι έχει πάρει τη μορφή λογοκρισίας, απομάκρυνσης «ενοχλητικού» περιεχομένου, μπλόκο στην πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω κινητών κτλ. Και τώρα οι ρωσικές Αρχές μεταφέρουν τη μάχη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κυριαρχούνται από αμερικανικές εταιρείες. Ήδη τον περασμένο Δεκέμβριο με νέο νόμο αυξήθηκαν τα πρόστιμα στις διαδικτυακές πλατφόρμες και τους παρόχους υπηρεσιών Διαδικτύου που δεν αποσύρουν υλικό που ωθεί σε εξτρεμιστικές δραστηριότητες, που δίνει πληροφορίες για χρήση ναρκωτικών και ωθεί σε κακοποίηση παιδιών.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Πούτιν
Οι ευρείες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στις αρχές του έτους φαίνεται πως στάθηκαν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής του Πούτιν, ο οποίος τους τελευταίους μήνες κατήγγειλε τους τεχνολογικούς κολοσσούς ότι «ανταγωνίζονται με τα κράτη» κι ότι «η κοινωνία θα καταρρεύσει εκ των έσω» αν το Διαδίκτυο δεν υπακούει στους νόμους και τους ηθικούς κανόνες της. Η κυβέρνησή του εντείνει τις προσπάθειες να θέσει υπό έλεγχο σε τι θα έχουν πρόσβαση οι πολίτες, αλλά έχει στα σκαριά κι άλλα σχέδια, που σύμφωνα με ειδικούς, εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική πλήρους εκδίωξης των ξένων τεχνολογικών εταιρειών από τη ρωσική αγορά.
Από την 1η Απριλίου οι τεχνολογικές εταιρείες που πωλούν κινητά στη Ρωσία καλούνται να κατευθύνουν τους χρήστες να κατεβάζουν εφαρμογές που έχει εγκρίνει η κυβέρνηση Πούτιν, περιλαμβανομένων μηχανών αναζήτησης, χαρτών και συστημάτων πληρωμής. Το Kρεμλίνο «πιθανότατα θέλει να επιτρέψει τη διάδοση πληροφοριών που αντικατοπτρίζουν μόνο την επίσημη κυβερνητική άποψη», λέει στο Τime ο Μάικ Τρετιάκ, συνεργάτης της νομικής εταιρείας Digital Rights Center.
Η μακρά προσπάθεια του Πούτιν να ελέγξει τη ροή πληροφοριών στο Ίντερνετ
Η προσπάθεια ελέγχου του Ίντερνετ ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια και πάλι με αφορμή μαζικές διαδηλώσεις που κατήγγειλαν καλπονοθεία και οργανώθηκαν από αντιπάλους του Πούτιν μέσω του Facebook και του Vkontakte. Οι ρωσικές Αρχές άρχισαν να αναπτύσσουν νομικά και τεχνολογικά εργαλεία για να ελέγχουν τη ροή πληροφοριών στο Διαδίκτυο με φίλτρα περιεχομένου, μπλόκα, πρόστιμα ακόμη και φυλακίσεις για ενοχλητικές αναρτήσεις. Το 2014 πέρασε νόμος που επιτρέπει στη Roskomnadzor να μπλοκάρει την πρόσβαση σε ΜΜΕ που καλούν σε μαζικές διαδηλώσε4ις, εξτρεμιστικές δραστηριότητες ή συμμετοχή σε κινητοποιήσεις, που δεν έχουν λάβει την έγκριση των Αρχών. Οι πολέμιοι του Πούτιν μπήκαν στο σταυρόνημα, όπως το Live Journal μπλογκ του Ναβάλνι, που δημοσίευε έρευνες για υποθέσεις διαφθοράς στη ρωσική πολιτική σκηνή. Τελευταία άρχισα να επιστρατεύεται κι η τακτική των περιφερειακών μπλακάουτ στο Ίντερνετ, όπως τον Οκτώβριο του 2018 στην περιοχή της Ινγκουσετίας στη νοτιοδυτική Ρωσία στη διάρκεια πολιτικών κινητοποιήσεων και τον Αύγουστο του επόμενου έτους και πάλι στη διάρκεια διαδηλώσεων στη Μόσχα.
Τον Νοέμβριο του 2019 το Κρεμλίνο του Πούτιν προχώρησε στην πιο αμφιλεγόμενη έως σήμερα κίνησή του για τον έλεγχο του Διαδικτύου στη Ρωσία με το Runet, την αυτόνομη «απάντηση» της Ρωσίας στο παγκόσμιο διαδίκτυο. «Ολοένα συχνότερα αυταρχικές χώρες που θέλουν να ελέγξουν τι βλέπουν οι πολίτες τους, ακολουθούν το δρόμο που έχουν ήδη πάρει το Ιράν και η Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν θα έχουν πρόσβαση στο διάλογο σχετικά με το τι συμβαίνει στη χώρα τους και θα παραμένουν μέσα στη δική τους φούσκα», δήλωσε τότε ο καθηγητής 'Αλαν Γούντγουορντ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Σάρεϊ. «Η ιδέα είναι ότι το Διαδίκτυο μέσα στη Ρωσία θα διασυνδέεται με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο σε λίγα συγκεκριμένα σημεία, πάνω στα οποία η κυβέρνηση θα ασκεί έλεγχο. Αυτό στην ουσία θα υποχρεώσει τους παρόχους υπηρεσιών Ίντερνετ και τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να διαμορφώσουν το διαδίκτυο μέσα στα σύνορα τους, όπως ένα γιγάντιο εσωτερικό δίκτυο μιας μεγάλης εταιρείας», πρόσθεσε.
Το μπλόκο στην πρόσβαση πληροφοριών από το Εξωτερικών
Καθώς η κυβέρνηση Πούτιν προσπάθησε να ελέγξει τις πληροφορίες που βγαίνουν από τη Ρωσία, αναλώθηκε και σε ανάλογη προσπάθεια να περιορίσει αυτά στα οποία θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση Ρώσοι από το εξωτερικό. Ζήτησε από μηχανές αναζήτησης, της Google περιλαμβανομένης, να σβήσουν ορισμένα αποτελέσματα αναζητήσεων και από κοινωνικά δίκτυα να αποθηκεύουν δεδομένα των χρηστών τους σε server στη Ρωσία. Η Roskomnadzor επέβαλε πρόστιμο 41.000 δολαρίων στη Google επειδή δεν απέσυρε υλικό απαγορευμένο από τις Αρχές το 2020, μπλόκαρε το LinkedIn το 2016 και επέβαλε πρόστιμα 53.000 δολαρίων πέρυσι σε Facebook και Τwitter επειδή δεν αποθήκευσαν δεδομένα χρηστών τους σε server στη Ρωσία.
Αν και τα πρόστιμα αυτά είναι σχεδόν τίποτε για τους κολοσσούς αυτούς, ορισμένοι υπέκυψαν σε κάποιες απειλές της Roskomnadzor ότι θα τους μπλοκάρει αν δεν συμμορφωθούν με τις εντολές λογοκρισίας. Προ τριετίας το Instagram με τα 54 εκατ. χρηστών απομάκρυνε αναρτήσεις που συνδέονταν με καταγγελίες περί διαφθοράς από τον Ναβάλνι, με τον τελευταίο να εξαπολύει πυρά μέσω του Τwitter: «Ντροπή σου, Instagram!» Το YouTube, όπου ο φυλακισμένος αντίπαλος του Πούτιν κι η ομάδα του ανεβάζουν τα περισσότερα βίντεό τους με ερευνητικό περιεχόμενο, αρνήθηκε αρχικά να συμμορφωθεί. Ωστόσο, μετά τις απειλές της Roskomnadzor για άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος μέσων κοινωνικής δικτύωσης που «ενθάρρυναν» ανηλίκους να μετέχουν στις διαδηλώσεις του Ιανουαρίου, το YouTube και το Vkontakte έσβησαν το μισό σχετικό περιεχόμενο και το TikTok το 38%… Και σαν μην ήταν αρκετά όλα αυτά για τις ρωσικές Αρχές, στις αρχές του μήνα κατέθεσαν μήνυση κατά του twitter κι άλλων τεσσάρων τεχνολογικών εταιρειών κατηγορώντας τες ότι δεν έσβησαν αρκετές από αυτές τις αναρτήσεις.
Οι ακτιβιστές των ψηφιακών δικαιωμάτων περνούν στην αντεπίθεση
Ολοένα και περισσότεροι πολίτες στη Ρωσία αναζητούν τρόπους να παρακάμψουν τον κρατικό έλεγχο που επιβάλλει η κυβέρνηση Πούτιν στο Ίντερνετ. Η Roskomsvoboda, μια ΜΚΟ που εδρεύει στη Μόσχα και το Ιnternet Protection Center είναι μεταξύ των οργανώσεων προστασίας των ψηφιακών δικαιωμάτων και ακτιβιστών που προσπαθούν να συνδράμουν σ’ αυτό. Στον ιστότοπο της πρώτης υπάρχει ένας κατάλογος με όλες τις πλατφόρμες και διαδικτυακές πηγές που μπλοκάρονται στη Ρωσία καθώς και οδηγίες για το πώς μπορούν να παρακαμφθούν τα περιοριστικά μέτρα καθώς και ειδήσεις για τη νομοθεσία που διέπει το καθεστώς λειτουργίας του Διαδικτύου στη χώρα.
Παράλληλα φιλοξενεί και μια λίστα με αξιόπιστα Virtual Private Networks (VPNs), που επιτρέπουν σε χρήστες την πρόσβαση σε μπλοκαρισμένους ιστότοπους, αν και η κυβέρνηση Πούτιν έχει ζητήσει από δημοφιλείς παρόχους υπηρεσιών Ίντερνετ να μπλοκάρουν την πρόσβαση σε ιστοσελίδες που έχουν μπει στη μαύρη λίστα. Και δεν περιορίζονται εκεί. Τον περασμένο Μάρτιο διοργάνωσε τον Demhack 2, έναν αγώνα για 15 ομάδες πληροφορικάριων από τη Ρωσία με στόχο «την εξεύρεση τεχνικών λύσεων για την προστασία των δικαιωμάτων και την υλοποίηση των συμφερόντων των πολιτών στο ψηφιακό περιβάλλον». Το πρώτο βραβείο απέσπασε το Security Addon, μια εφαρμογή που εμποδίσει την πρόσβαση σε δεδομένα μιας συσκευής που εκλάπη, ή έπεσε θύμα χάκερ. Το δεύτερο βραβείο πήγε στο Deep Silent, μια εφαρμογή που βοηθά τους χρήστες να κατεβάζουν στα κινητά τους πληροφορίες, ακόμη και με περιορισμένο σήμα…