Τον κώδωνα του κινδύνου για πιθανά «συνεχή κύματα» της Covid-19 έκρουσε ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά.
Ως αιτίες, ο Μπουρλά επικαλέστηκε τον εφησυχασμό της κοινής γνώμης για τον SARS-CoV-2, την πολιτικοποίηση της πανδημίας και τη φθίνουσα ανοσία από τα εμβόλια και προηγούμενες νοσήσεις κι όλα αυτά πιθανώς θα οδηγήσουν σε «συνεχή κύματα» παραλλαγών της Covid-19 και θανάτων, είπε.
«Νιώθω από τις συζητήσεις με φίλους μου για την Covid-19 ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν και να κατεβάσουν τον πήχη: ίσως μπορούμε να αποδεχτούμε λίγους περισσότερους θανάτους ηλικιωμένων αντί να πρέπει να φοράμε μάσκες στο χώρο εργασίας», δήλωσε ο Μπουρλά, διατυπώνοντας νέες ανησυχίες για την πανδημία του κορωνοϊού.
Ο κόσμος «κουράζεται» από τα μέτρα ανάσχεσης της πανδημίας της Covid-19 κι «οι πολιτικοί θέλουν να κηρύξουν τη νίκη» επί του κορωνοϊού, τόνισε ο Μπουρλά μιλώντας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, όπως μεταδίδουν οι Financial Times. Αν και τα κρούσματα της Covid-19 υποχωρούν ανά την υφήλιο, στις ΗΠΑ αυξάνονται σταδιακά από τις αρχές Απριλίου, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και μάλιστα την περασμένη εβδομάδα καταγράφηκαν άλλα 790.000 νέα κρούσματα, υπερτριπλάσια από εκείνα στα τέλη Μαρτίου.
«Αυτό που με ανησυχεί είναι ο εφησυχασμός», είπε ο Μπουρλά στο Νταβός, σημειώνοντας ότι ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν μάσκες προσώπου και ακόμη και εκείνοι που έχουν εμβολιαστεί, είναι λιγότερο πιθανό να κάνουν αναμνηστικές δόσεις. Οι συνέπειες όλων αυτών, όπως προέβλεψε, θα φανούν σε τρεις με έξι μήνες.
Κατά τον Μπουρλά η Pfizer θεωρεί ότι τα αντιϊικά φάρμακα θα αντικαταστήσουν τα εμβόλια ως βασικό όπλο στη μάχη κατά του κορωνοϊού, τουλάχιστον μέχρις ότου αναπτυχθούν νέα εμβόλια που θα εξασφαλίζουν μεγαλύτερο περίοδο ανοσίας. Ο φαρμακευτικός κολοσσός διπλασιάζει τις προσπάθειές του για την παραγωγή του αντιϊικού χαπιού Paxlovid, πρόσθεσε. H Pfizer ανακοίνωσε σήμερα ότι θα παράσχει όλα τα διαθέσιμα στις ΗΠΑ και την ΕΕ προστατευόμενα από πατέντες φάρμακα και προϊόντα της σε 45 φτωχότερες χώρες με συνολικό πληθυσμό 1,2 δισ. κατοίκων.