Ο Τζο Μπάιντεν έχασε την ψυχραιμία του με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι όταν ο πρόεδρος της Ουκρανίας τού ζήτησε πρόσθετη αμερικανική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τη ρωσική εισβολή, αποκαλύπτει το NBC.
Σύμφωνα με τέσσερις πηγές που επικαλείται το αμερικανικό δίκτυο, σε τηλεφωνική επικοινωνία των δύο προέδρων στις 15 Ιουνίου ο Μπάιντεν είχε μόλις ολοκληρώσει τη φράση του, ενημερώνοντας τον Ζελένσκι ότι ενέκρινε την αποστολή αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας ενός δισ. δολαρίων για την Ουκρανία, όταν ο τελευταίος άρχισε να απαριθμεί όλη την πρόσθετη βοήθεια που χρειαζόταν η χώρα του και δεν έπαιρνε.
«Ο Μπάιντεν έχασε την ψυχραιμία του, ανέφεραν τα άτομα που έχουν γνώση του τηλεφωνήματος. Ο αμερικανικός λαός ήταν αρκετά γενναιόδωρος και η κυβέρνησή του και οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ εργάζονται σκληρά για να βοηθήσουν την Ουκρανία, είπε ο Μπάιντεν, υψώνοντας τη φωνή του, και ο Ζελένσκι θα μπορούσε να δείξει λίγη περισσότερη ευγνωμοσύνη», μεταδίδει το NBC.
Aξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης είπαν ότι η σχέση του Μπάιντεν με τον Ζελένσκι έχει βελτιωθεί από το τηλεφώνημα του Ιουνίου, μετά το οποίο ο Ουκρανός πρόεδρος σε δήλωσή του έπλεξε το εγκώμιο των ΗΠΑ για τη γενναιόδωρη βοήθειά τους. Αλλά η κόντρα εκείνη αντανακλά την πρώιμη συνειδητοποίηση του Μπάιντεν ότι πιθανώς θα άρχιζε να εξασθενεί η υποστήριξη του Κογκρέσου και της κοινής γνώμης αναφορικά με την αποστολή βοήθειας δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία -κάτι που συμβαίνει τώρα, καθώς ο Μπάιντεν ετοιμάζεται να ζητήσει από το Κογκρέσο να ανάψει το πράσινο φως ακόμη και για χρηματική βοήθεια προς το Κίεβο.
Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες όταν το Κογκρέσο ενέκρινε προηγούμενα κονδύλια για την Ουκρανία, αντιστέκονται τώρα στα σχέδια Μπάιντεν να ζητήσει εκ νέου δισ. δολάρια για την Ουκρανία, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές. Ο Λευκός Οίκος δεν έχει προσδιορίσει δημοσίως το ποσό, που βουλευτές και λομπίστες για την Ουκρανία ελπίζουν ότι θα κυμανθεί μεταξύ 40 και 60 δισ. δολαρίων, και αξιωματούχοι που έχουν γνώση των συζητήσεων περιμένουν να αγγίξει τα 50 δισ. δολάρια.