O Ντράγκι «δεν μάσησε τα λόγια του» για τον «δικτάτορα» Ερντογάν – Αλλά τι σημαίνει το «πρέπει να συνεργαζόμαστε μαζί του»;
«Δικτάτορας»… Ο χαρακτηρισμός που εκστόμισε ο Μάριο Ντράγκι για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο τέλος της χθεσινής συνέντευξης Τύπου, ήταν αρκετός για να πυροδοτήσει ένα νέο διπλωματικό επεισόδιο με την Τουρκία, μετά από εκείνο που ξέσπασε για το περίφημο πια “sofagate”.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για το περιστατικό με την πρόεδρο της Κομισιόν, που περίμενε όρθια μέχρι τελικά να της υποδείξουν να καθίσει σε έναν πλαϊνό καναπέ, αρκετά μέτρα μακρύτερα από τον Τούρκο πρόεδρο και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο πρώην “mr Euro” και νυν πρωθυπουργός της Ιταλίας δεν χρησιμοποίησε διπλωματική γλώσσα: «Μ’ αυτούς τους – ας τους αποκαλέσουμε όπως είναι – δικτάτορες, με τους οποίους, ωστόσο, πρέπει να συνεργαζόμαστε - πρέπει κανείς να εκφράζει με ειλικρίνεια τις διαφορετικές του απόψεις, γνώμες, συμπεριφορές, το διαφορετικό του όραμα για την κοινωνία. Αλλά πρέπει να είναι έτοιμος και να συνεργαστεί για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας του. Είναι σημαντικό αυτό. Πρέπει να βρεθεί η σωστή συνεργασία».
Η επιλογή της λέξης «δικτάτορας» από τον Ντράγκι για τον Ερντογάν έκανε το γύρο του κόσμου, πέρα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην Τουρκία. Κι όχι άδικα. Ο Τούρκος πρόεδρος βρίσκεται εδώ και χρόνια στο επίκεντρο σφοδρής κριτικής για την ωμή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του, το πογκρόμ συλλήψεων, τις διώξεις αντιφρονούντων, τη στάση του έναντι της αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ, αλλά και πρόσφατα έναντι των γυναικών. Πάμπολλοι αναλυτές τον χαρακτηρίζουν «αυταρχικό ηγέτη», που «αντιγράφει από το βιβλίο του Πούτιν» στην εσωτερική σκηνή της χώρας του και την εξωτερική πολιτική, συγκρίνοντάς τον με τον Μαδούρο της Βενεζουέλας, τον Σι Τζινπίνγκ της Κίνας, τον Ντουτέρτε των Φιλιππίνων κτλ.
Αλλά ουδείς ηγέτης τόλμησε μέχρι τώρα να τον αποκαλέσει -δημοσίως τουλάχιστον - «δικτάτορα». Το έκανε ο Ντράγκι κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία – μεγαλύτερη ίσως κι από εκείνη του χαρακτηρισμού «δολοφόνου» που απέδωσε πρόσφατα ο Τζο Μπάιντεν στον Ρώσο πρόεδρο – αφού ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ – αν και δεν μάσησε εν προκειμένω τα λόγια του απηχώντας τις απόψεις πολλών - είχε μάθει από τη θητεία του στη Φρανκφούρτη να μετρά κάθε κουβέντα του, προκειμένου να μην πυροδοτήσει αναταράξεις στις χρηματαγορές.
Ο Ντράγκι, βέβαια - θα σημειώσει κανείς – δεν είναι πολιτικός, αλλά τεχνοκράτης. Ωστόσο, έχει ήδη δώσει σε διάστημα δύο μηνών δείγματα γραφής με τη δεύτερη διπλωματική παρέμβασή του, αφότου ανέλαβε το τιμόνι της ιταλικής κυβέρνησης. Στις αρχές του περασμένου μήνα η Ιταλία ζήτησε από την ΕΕ να μπλοκάρει τις εξαγωγές παρτίδας του εμβολίου της AstraZeneca στην Αυστραλία, μετά τη σφοδρή κριτική του Ντράγκι στον βρετανοσουηδικό φαρμακευτικό κολοσσό για τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις – μια κίνηση που καθιέρωσε την Ιταλία ως μια από τις πιο μαχητικές χώρες της ΕΕ υπέρ των αυστηρών πολιτικών στις εξαγωγές εμβολίων από την Ένωση.
Ένα από τα ερωτήματα, πάντως, που προκύπτουν από την παρέμβασή του, είναι κατά πόσον η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στον χαρακτηρισμό του «δικτάτορα», που επεφύλαξε για τον Ερντογάν, ή στην «ανάγκη» για «συνεργασία» με τον Τούρκο πρόεδρο και τους «ομοίους» του, που επεσήμανε. Δεν πρέπει, άραγε, να ορθώνει η ΕΕ το ανάστημά της απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες; Ή μήπως η δήλωση Ντράγκι συνιστά μια ακόμη παραδοχή ότι η Ένωση δεν διαθέτει το απαιτούμενο ειδικό βάρος για να υπερασπίζεται με τον δέοντα ζήλο τις αξίες της; Και μέχρι ποιο βαθμό μπορεί να τις θυσιάζει στο βωμό των συμφερόντων;