Πέθανε ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, σε ηλικία 91 ετών, όπως μετέδωσε το ρωσικό Interfax.
Το Κεντρικό Κλινικό Νοσοκομείο της Μόσχας δήλωσε ότι ο Γκορμπατσόφ πέθανε «μετά από μια σοβαρή και μακρά ασθένεια», σύμφωνα με τα πρακτορεία ειδήσεων Interfax, TASS και RIA Novosti.
«Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ πέθανε σήμερα το απόγευμα μετά από σοβαρή και παρατεταμένη ασθένεια», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Ο πρώην Σοβιετικός ηγέτης υπέφερε από μακροχρόνια προβλήματα στα νεφρά και βρισκόταν σε αιμοκάθαρση, σύμφωνα με αναφορές.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid φέρεται να ήταν έγκλειστος σε κλινική. Η σύζυγος του Γκορμπατσόφ, Ράισα, πρώην πρώτη κυρία της Σοβιετικής Ένωσης, είχε πεθάνει το 1999.
Με τις μεταρρυθμίσεις του συνέβαλε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου
Ο Γκορμπατσόφ ήταν ένας από τους ηγέτες του 20ού αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Παγκόσμια Ιστορία, καθώς με την πολιτική του προκάλεσε κύμα αλυσιδωτών αντιδράσεων, οδήγησε στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, αλλά -τελικά- δεν κατάφερε να αποτρέψει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Έπεσε, ωστόσο, παράλληλα και το καθεστώς των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Όπως είχε δηλώσει τελευταία μάλιστα, με απογοήτευση, έβλεπε το έργο του να καταστρέφεται από τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όταν οι διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας σάρωσαν την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, ο Γκορμπατσόφ απέφυγε να καταφύγει στη βία -σε αντίθεση με προκατόχους του, που είχαν στείλει τανκς για να καταστείλουν εξεγέρσεις στην Ουγγαρία το 1956 και την Τσεχοσλοβακία το 1968.
Όμως οι διαδηλώσεις τροφοδότησαν φιλοδοξίες για αυτονομία στις 15 δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία διαλύθηκε τα επόμενα δύο χρόνια με χαοτικό τρόπο. Ο Γκορμπατσόφ πάλεψε μάταια για να αποτρέψει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Όταν έγινε γενικός γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1985, σε ηλικία μόλις 54 ετών, είχε βάλει στόχο να εισαγάγει περιορισμένες πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του ξέφυγαν από τον έλεγχο.
Η πολιτική της «γκλάσνοστ», για τον ανοικτό διάλογο με στόχο την επίλυση προβλημάτων, επέτρεψε τη μέχρι τότε αδιανόητη κριτική στο κόμμα και στο κράτος, ενώ ενθάρρυνε τους εθνικιστές που άρχισαν να πιέζουν για ανεξαρτησία στις δημοκρατίες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και αλλού.
«Ο Γκορμπατσόφ μάς χάρισε την ελευθερία, αλλά δεν ξέραμε τι να την κάνουμε»
Πολλοί Ρώσοι δεν συγχώρησαν ποτέ τον Γκορμπατσόφ για την αναταραχή που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του, θεωρώντας πως η επακόλουθη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου ήταν ένα «πολύ υψηλό τίμημα» που κλήθηκαν να πληρώσουν για τον «εκδημοκρατισμό».
Ο οικονομολόγος Ρουσλάν Γκρίνμπεργκ, ο οποίος επισκέφθηκε στις 30 Ιουνίου τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο νοσοκομείο, είχε δηλώσει πρόσφατα στο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο Zvezda: «Μας χάρισε την ελευθερία, αλλά δεν ξέραμε τι να την κάνουμε».
Ποιος ήταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1931. Ήταν Ρώσος πολιτικός και πρώην ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 μέχρι το 1991. Οι προσπάθειές του για μεταρρύθμιση βοήθησαν να έρθει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τελείωσαν την πολιτική υπεροχή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 πήρε το Νόμπελ Ειρήνης.
Η περεστρόικα και η γκλάσνοστ
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εφάρμοσε οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήλπιζε ότι θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο και την παραγωγικότητα των εργαζομένων ως τμήμα του προγράμματος Περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Έχοντας μεικτή ρωσική και ουκρανική καταγωγή, ο Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στο Πριβόλνογιε του Κράι Σταυρούπολης, σε μια φτωχή οικογένεια αγροτών.
Μεγαλώνοντας στην εποχή του Ιωσήφ Στάλιν, στα νιάτα του δούλευε σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε συλλογικό αγρόκτημα πριν από την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο στη συνέχεια κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση ως μονοκομματικό κράτος, σύμφωνα με τη Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία.
Ενώ σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ράισα Τιταρένκο το 1953, πριν πάρει το πτυχίο του το 1955. Μετακόμισε στη Σταυρούπολη, όπου εργάστηκε για την τοπική Κομσομόλ και έγινε ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, που προωθούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ.
Διορίστηκε γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970, όπου επέβλεψε την κατασκευή του Μεγάλου Καναλιού της Σταυρούπολης.
Το 1974 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ και το 1979 έγινε υποψήφιο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος.
Μέσα σε τρία χρόνια από το θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και μετά τα σύντομα καθεστώτα των Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το Πολιτικό Γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως γενικό γραμματέα, ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης, το 1985.
Αν και υποσχόταν τη διατήρηση του σοβιετικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκορμπατσόφ πίστευε στην ανάγκη για σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986.
Αποσύρθηκε από τον Σοβιετοαφγανικό Πόλεμο και ξεκίνησε τις συνόδους κορυφής με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Στην εγχώρια αγορά, η πολιτική της Γκλάσνοστ («Διαφάνεια») επέτρεψε βελτιωμένη ελευθερία του λόγου και του Τύπου, ενώ η «Περεστρόικα» («Αναδιάρθρωση») προσπάθησε να αποκεντρώσει τη διαδικασία λήψης οικονομικών αποφάσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας.
Το πραξικόπημα του 1991 κατά του Γκορμπατσόφ
Τα μέτρα εκδημοκρατισμού και ο σχηματισμός του εκλεγμένου Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού υπονόμευσε το μονοκομματικό κράτος.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να παρέμβει στρατιωτικά, όταν διάφορες Ανατολικές χώρες εγκατέλειψαν τη Μαρξιστική-Λενινιστική διακυβέρνηση το 1989-90.
Εσωτερικά, το αυξανόμενο εθνικιστικό συναίσθημα απείλησε να φέρει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ορισμένοι μαρξιστικοί-λενινιστικοί σκληροπυρηνικοί διεξήγαγαν το πραξικόπημα του 1991 κατά του Γκορμπατσόφ. Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο.
Το 1992 ίδρυσε το ίδρυμα Γκορμπατσόφ. Κράτησε επικριτική στάση απέναντι στους μετέπειτα Ρώσους προέδρους, Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ είναι κεντρικό πρόσωπο του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.
Η εισαγωγή ττης Γκλάσνοστ έδωσε νέες ελευθερίες στους πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, όπως μεγαλύτερη ελευθερία λόγου και έκφρασης και καλύτερο έλεγχο των πράξεων της διοίκησης. Ωστόσο, με τα μέτρα αυτά έγινε φανερό πως η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να στηριχθεί σε ένα τόσο κοινωνικά και πολιτικά ανοικτό και ανεκτικό καθεστώς.
Θεωρείται ευρέως ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ο Γκορμπατσόφ παραμένει θέμα διαμάχης μέχρι σήμερα. Υπήρξε παραλήπτης πολλών βραβείων, μεταξύ άλλων και του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 1990. Επαινέθηκε ευρέως για τον καθοριστικό του ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση και την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη.
Αντίθετα, στη Ρωσία χλευάζεται συχνά, καθώς δεν εμπόδισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που έφερε υποχώρηση της παγκόσμιας επιρροής της Ρωσίας και την οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του '90.