Διαδηλωτές στη Μιανμάρ έκλεισαν τα καταστήματά τους και έμειναν στα σπίτια τους, σήμερα, συμμετέχοντας σε μια «σιωπηλή απεργία» κατά της χούντας που ανέτρεψε την 1η Φεβρουαρίου την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.
Φωτογραφίες που αναρτήθηκαν σε μέσα ενημέρωσης της Μιανμάρ έδειχναν άδειους δρόμους και αγορές σε διάφορες πόλεις, ενώ διαδηλωτές στην πόλη Σουέμπο, στο βόρειο τμήμα της χώρας, φορούσαν μαύρα ρούχα και πραγματοποίησαν σιωπηλή πορεία.
«Πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα στον κόσμο για τις φρικτές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μιανμάρ», δήλωσε η Κιν Σάνταρ μία από τους επικεφαλής της κινητοποίησης .
«Η σιωπή είναι η δυνατότερη κραυγή μας. Θέλουμε πίσω τα δικαιώματά μας. Θέλουμε επανάσταση, θέλουμε να εκφράσουμε τη λύπη μας για τους χαμένους ήρωές μας», πρόσθεσε.
Οι επικεφαλής των κινητοποιήσεων είχαν ζητήσει από τους πολίτες να συμμετέχουν στην σιωπηλή απεργία από τις 10 το πρωί ως τις 4 το απόγευμα σήμερα, αλλά σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις και τα καταστήματα έκλεισαν νωρίτερα.
Αντίστοιχες κινητοποιήσεις είχαν πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο, ένα μήνα μετά το πραξικόπημα, όταν οι πολίτες είχαν παραμείνει στα σπίτια τους και είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα.
Η Μιανμάρ έχει βυθιστεί στο χάος μετά την ανατροπή από τον στρατό της κυβέρνησης της Αούνγκ Σαν Σου Τσι τον Φεβρουάριο. Έκτοτε πραγματοποιούνται σχεδόν καθημερινά διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις κατά του πραξικοπήματος, ενώ έχει δημιουργηθεί και η πολιτοφυλακή Δυνάμεις Λαϊκής Άμυνας (PDF), η οποία μάχεται κατά του στρατού. Παράλληλα έχουν ενταθεί οι μάχες μεταξύ του στρατού και ανταρτών που ανήκουν σε διάφορες εθνοτικές μειονότητες.
Η Ένωση Βοήθειας Πολιτικών Κρατούμενων (AAPP) έχει ανακοινώσει ότι περισσότεροι από 10.700 πολίτες έχουν συλληφθεί και 1.300 φονευθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας μετά το πραξικόπημα.
Την προηγούμενη Κυριακή πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν και τουλάχιστον 15 συνελήφθησαν όταν στρατιώτες έπεσαν με το όχημα στο οποίο επέβαιναν πάνω σε ένα πλήθος διαδηλωτών κατά του πραξικοπήματος στη Ρανγκούν. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Μιανμάρ απέρριψαν το περιστατικό ως παραπληροφόρηση.