Ακριβώς έξι χρόνια μετά την προηγούμενη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν θα βρίσκεται σε δύο εβδομάδες στην Αθήνα για να ηγηθεί της τουρκικής κυβερνητικής αποστολής στη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, με το διμερές αλλά και το διεθνές πλαίσιο να είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο υπήρχε στις 7 Δεκεμβρίου 2017.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μια φάση πρωτοφανούς ύφεσης σε σχέση με τα δραματικά γεγονότα του 2020, ενώ αναπτύσσεται παράλληλα σε διευρυμένη μάλιστα μορφή η “θετική ατζέντα”, προωθούνται προς εφαρμογή τα περιβόητα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ετοιμάζεται συμφωνία για την παράτυπη μετανάστευση και διενεργούνται σε καινούργια πλέον βάση οι διερευνητικές και “συμβουλευτικές” συνομιλίες για την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ στο Αιγαίο.
Είναι γεγονός ότι από τον περασμένο Φεβρουάριο και τις κινήσεις φιλίας της Ελλάδας με αφορμή τον καταστροφικό σεισμό στην νοτιοανατολική Τουρκία, οι τουρκικές προκλήσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο έχουν σχεδόν μηδενιστεί. Πιθανότατα η αλλαγή στάσης του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτέλεσε μια τακτικιστική επιλογή που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη δημιουργίας θετικού κλίματος για την Τουρκία στο αμερικανικό Κογκρέσο και στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές. Είτε πάντως ως κίνηση τακτικής είτε ως στρατηγική επιλογή, η Άγκυρα βρίσκεται σε φάση προσέγγισης με την Αθήνα.
Τα όρια πάντως της διευθέτησης των βασικών διαφορών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατέδειξε η παρέμβαση την Παρασκευή του αρχηγού του τουρκικού επιτελείου ναυτικού ναύαρχου Ερτσουμέντ Τατλίογλου, ο οποίος επανέφερε στο προσκήνιο το βασικό αφήγημα του πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας περί αμφισβήτησης της κυριαρχίας δεκάδων ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Η ηχηρή αυτή παρέμβαση του Τούρκου ναυάρχου θα πρέπει να ερμηνευθεί και ως προειδοποίηση των στρατιωτικών προς την πολιτική ηγεσία στην Άγκυρα για τις “κόκκινες γραμμές” ως προς τις διαπραγματεύσεις και πιθανές διευθετήσεις με την Ελλάδα.
Τα δραματικά όμως γεγονότα στο Ισραήλ και τη Γάζα μετά τις 7 Οκτωβρίου έχουν ρίξει μια βαριά σκιά στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Η κραυγαλέα πολιτική στήριξη από τον Ερντογάν στη Χαμάς δημιουργεί ένα ορατό ρήγμα ηθικών διαστάσεων, που δυσκολεύει σημαντικά τον πολιτικό διάλογο ανάμεσα στην Άγκυρα και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, ενώ διέλυσε με παταγώδη τρόπο τις προσπάθειες επαναπροσέγγισης με το Ισραήλ. Ο πόλεμος στη Γάζα έδωσε την ευκαιρία στον Τούρκο ηγέτη να θυμηθεί ξανά τις γνωστές ιδεολογικές του εξάρσεις στο πλαίσιο του νεο-οθωμανισμού και του αναθεωρητισμού. Παρότι μέχρι στιγμής οι αντιδράσεις της κυβέρνησης Ερντογάν περιορίζονται στο φραστικό επίπεδο, οι απειλές που εκφράζει ο Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν για αναζήτηση και “άλλων” μορφών αντιδράσεων απέναντι στο Ισραήλ αφήνουν ξεκάθαρα ανοικτό το ενδεχόμενο δημιουργίας σοβαρής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο που θα εμπλέξει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο και το NATO.
Η επιπλοκή αυτή στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης έχει προκαλέσει νέες δυσκολίες στη διαδικασία έγκρισης από το Κογκρέσο της προμήθειας και εκσυγχρονισμού μαχητικών F-16 για την τουρκική πολεμική αεροπορία, ενώ η τουρκική κυβέρνηση απαντά με νέα καθυστέρηση στη διαδικασία επικύρωσης από την τουρκική Εθνοσυνέλευση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα η Άγκυρα άνοιξε και ζήτημα προμήθειας μαχητικών Eurofighter από την κοινοπραξία Βρετανίας-Ισπανίας-Ιταλίας-Γερμανίας, με την αγορά πάντως να μην προχωρά προς το παρόν λόγω αντιρρήσεων στη γερμανική κυβέρνηση από τους Πράσινους.
Οι διαδικασίες προσέγγισης της Αθήνας με την Άγκυρα αποτελούν σαφέστατα μια θετική εξέλιξη, καθώς λειτουργούν υποστηρικτικά των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας σε διάφορα επίπεδα, ενώ δεν έχουν πρακτικά κανένα κόστος, ούτε δημιουργούν κάποια δυσμενή τετελεσμένα. Η κρίση όμως στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τις ευμετάβλητες και απρόβλεπτες αντιδράσεις του Τούρκου ηγέτη, δείχνουν ότι η υπάρχουσα βελτίωση και η ύφεση στις διμερείς σχέσεις δεν είναι βέβαιο και δεδομένο ότι θα διατηρηθούν επ' αόριστον. Είναι προφανές ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις καθορίζονται και από εξωγενείς παράγοντες, όπως βέβαια και από την ανοικτή πληγή του Κυπριακού. Στις 7 Δεκεμβρίου θα υποδεχθούμε τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα σε εντελώς διαφορετικό κλίμα από εκείνο με το οποίο τον αποχαιρετίσαμε τον Δεκέμβριο του 2017. Θα πρέπει όμως και να γνωρίζουμε καλά πως ο Τούρκος ηγέτης βρίσκεται σε ένα μετέωρο βήμα μετά τις 7 Οκτωβρίου, το οποίο κανείς δεν γνωρίζει που μπορεί να καταλήξει.