Στις 6 Ιουνίου 1944, στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, στην ακτή της Νορμανδίας αποβιβάστηκαν χιλιάδες άνδρες και μια γυναίκα, η δημοσιογράφος Μάρθα Γκέλχορν.
Η Απόβαση στη Νορμανδία με κωδική ονομασία Επιχείρηση Ποσειδών (Operation Neptune) ήταν η Συμμαχική απόβαση στα παράλια της Γαλλίας, που έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου 1944, μέρα γνωστή και ως D-Day. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση της ιστορίας για την απελευθέρωση της δυτικής Ευρώπης από τους Ναζί.
Η αγγλική κυβέρνηση έδωσε διαπίστευση σε 558 συγγραφείς, δημοσιογράφους και φωτογράφους για να καλύψουν την Απόβαση στη Νορμανδία. Η Μάρθα Γκέλχορν ήταν καθιερωμένη στο πολεμικό ρεπορτάζ δημοσιογράφος και εργαζόταν στο περιοδικό Collier. Το Collier, ωστόσο, διάλεξε τον γνωστό συγγραφέα Ερνεστ Χεμινγουέι, εν διαστάσει σύζυγο της Γκέλχορν για να καλύψει το ιστορικό γεγονός. Ο Χεμινγουέι της είχε τόσο μεγάλη εκτίμηση που πρότεινε να πάει και εκείνη. Οι αρμόδιοι όμως την απέρριψαν, όπως και όλες τις γυναίκες δημοσιογράφους.
Η Γκέλχορν δεν τόβαλε κάτω και κρύφτηκε ως λαθρεπιβάτης στην τουαλέτα ενός νοσοκομειακού πλοίου. Όταν έφτασαν στις ακτές της Νορμανδίας, η Γκέλχορν αποβιβάστηκε μεταμφιεσμένη σε τραυματιοφορέα και δεν έγινε αντιληπτή. Έφτασε μάλιστα χωρίς τον Χεμινγουέι, τον οποίο τελικά οι Βρετανοί έκριναν ως ιδιαίτερα ...πολύτιμο και δεν του επέτρεψαν να αποβιβαστεί.
Η Μάρθα Γκέλχορν υπήρξε μια από τις τέσσερις συζύγους του Ερνεστ Χεμινγουέι και η μοναδική που τον εγκατέλειψε. Μετά το διαζύγιό τους, η Γκέλχορν εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και παντρεύτηκε τον δεύτερο σύζυγό της, με τον οποίο έζησε ως το τέλος της ζωής της. Με τον Χεμινγουέι είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά το 1936 και ξαναβρέθηκαν στον ισπανικό εμφύλιο, όπου η Γκέλχορν είχε αποσταλεί ως πολεμική ανταποκρίτρια. Ο συγγραφέας του «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» (1940) είχε αμέσως καταλάβει με τι είδος δημοσιογράφου είχε να κάνει: ήταν μια από τους πιο ταλαντούχους και τολμηρούς της εποχής της, η ζωή και η γραφή ήταν ένα και το αυτό για εκείνη.
Η Μάρθα Έλλις Γκέλχορν γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1908 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι. Η μητέρα της ήταν σουφραζέτα και ο πατέρας της υπήρξε διακεκριμένος γυναικολόγος και έγραψε τη Μάρθα σε ένα προοδευτικό συνεργατικό σχολείο, συνιδρύτρια του οποίου ήταν η γυναίκα του. Το 1927, παράτησε τις σπουδές της, για να ακολουθήσει καριέρα δημοσιογράφου. Τα πρώτα της άρθρα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «The New Republic», που εργαζόταν ως αστυνομικός συντάκτης. Ταξίδεψε στη Γαλλία ως ανταποκρίτρια, στο Ηνωμένο Γραφείο Τύπου του Παρισιού, που έμεινε για δύο χρόνια.
Το 1934 ταξίδεψε για πρώτη φορά στη ναζιστική Γερμανία, μαζί με άλλους αμερικανούς φοιτητές και έγραψε το πρώτο της βιβλίο, «What Mad Pursuit». Κάλυψε σημαντικά γεγονότα από τη Φινλανδία, την Μπούρμα, το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και την Αγγλία. Από το Λονδίνο κάλυψε το «Μπλιτζ», τον τρομερό βομβαρδισμό της πόλης από τη Λουφτβάφε.
Το 1945 ήταν επίσης από τους πρώτους δημοσιογράφους που μπήκαν στο Νταχάου μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων από αμερικανικά στρατεύματα στις 29 Απριλίου. Κάλυψε τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον εμφύλιο στη Νικαράγουα, την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, αλλά και την εισβολή των ΗΠΑ στον Παναμά το 1989, όταν πια ήταν 81 ετών.
Προσβλήθηκε από καρκίνο σε ηλικία 89 ετών και αυτοκτόνησε πίνοντας κώνειο στην κατοικία της, στο Λονδίνο και πέθανε.