Πάνω από μια δεκαετία αφότου οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και οι αραβικές κυβερνήσεις βοήθησαν τη Λιβύη να ανατρέψει τον δικτάτορα Μοαμάρ Αλ Καντάφι, η χώρα εξακολουθεί να πλήττεται από περιοδικές κρίσεις και αιματοχυσίες.
Οι προσπάθειες του ΟΗΕ για τη συμφιλίωση των δύο ανταγωνιστικών κυβερνήσεων του πλούσιου σε πετρέλαιο έθνους έχουν σταματήσει.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδεινώνει την ήδη δύσκολη κατάσταση της Λιβύης στη διεθνή ατζέντα, εξαντλώντας τις προθέσεις της ειρηνευτικής διαδικασίας. Εν τω μεταξύ, οι βασικές δημόσιες υπηρεσίες παραπαίουν και το βιοτικό επίπεδο μειώνεται, εν μέσω καλπάζοντος πληθωρισμού.
Η Washington Post αναλύει τα αίτια της κρίσης στη Λιβύη και τη σημερινή κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί από ένα συνονθύλευμα πρωτοβουλιών και διεκδικήσεων.
Τι κρύβεται πίσω από τα χρόνια της αναταραχής στη Λιβύη
Οι κρατικοί θεσμοί της Λιβύης κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της 42χρονης δικτατορίας του Καντάφι και η ανατροπή του άφησε ένα κενό που καλύφθηκε από δεκάδες πολιτοφυλακές, πολλές εκ των οποίων βασίζονταν σε φυλετικές σχέσεις. Προέκυψε μια διαίρεση μεταξύ του -πλουσιότερου- δυτικού τμήματος της χώρας και του ανατολικού, που φιλοξενεί μεγάλο μέρος της παραγωγής πετρελαίου της Λιβύης.
Μετά τις εκλογές του 2014, η Λιβύη χωρίστηκε στα δύο, με την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ διοίκηση με έδρα την πρωτεύουσα, την Τρίπολη, να συγκρούεται με τον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ και τον συνασπισμό στρατευμάτων και μαχητών, γνωστών ως Εθνικός Στρατός της Λιβύης, στα ανατολικά.
Τον Οκτώβριο του 2020 επήλθε κατάπαυση του πυρός έπειτα από διεθνή διαμεσολάβηση, οδηγώντας σε μια νέα μεταβατική κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον πρωθυπουργό Αμπντουλχαμίντ Ντμπέιμπα, ο οποίος υποτίθεται ότι θα καθοδηγούσε τη χώρα προς τις εκλογές στα τέλη του 2021. Όμως οι εκλογές αναβλήθηκαν εν μέσω νομικών διαφορών και ο
Ντμπέιμπα παρέμεινε, εξοργίζοντας τους βουλευτές στα ανατολικά, οι οποίοι διόρισαν έναν αντίπαλο πρωθυπουργό, τον Φάτι Μπασάγα, με έδρα την κεντρική παράκτια πόλη της Σύρτης.
Εξαιρετικά ασταθής η πολιτική κατάσταση στη Λιβύη
Η κατάπαυση του πυρός του 2020 οδήγησε σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας. Ωστόσο, τον Μάιο του 2022, ο Μπασάγα προσπάθησε να εισέλθει στην Τρίπολη πιέζοντας να ηγηθεί της χώρας, πράγμα που προκάλεσε βίαιες συγκρούσεις, που τον ανάγκασαν να αποσυρθεί. Νέες μάχες στα τέλη Αυγούστου προκάλεσαν φόβους για επιστροφή στον ολοκληρωτικό πόλεμο. Καμία από τις κυβερνήσεις της Λιβύης δεν κατάφερε να αποκαταστήσει πλήρως την τάξη στα εδάφη της ή να κατασχέσει τα όπλα που είχαν κλαπεί κατά την ανατροπή του Καντάφι.
Στον μακρινό νότο, το κενό εξουσίας επέτρεψε στους μαχητές που ευθυγραμμίζονται με το Ισλαμικό Κράτος να βρουν καταφύγιο και να πραγματοποιήσουν περιοδικές επιθέσεις κατά των δυνάμεων ασφαλείας.
Ωστόσο, το εμπόριο, η οικογενειακή ζωή και το σχολείο συνεχίζονται. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και οι μεταφορές, αν και είναι σχετικά περιορισμένες, παρέχονται από υπουργεία που είναι γενικά πάνω από την πολιτική διαμάχη και χρηματοδοτούνται από τη διοίκηση της Τρίπολης.
Ποιος κατέχει τώρα την πολιτική εξουσία;
Ο Ντμπέιμπα, ο οποίος έχει ορκιστεί να μην παραιτηθεί μέχρι να διεξαχθούν εκλογές, επωφελείται από την τουρκική υποστήριξη και έχει εδραιώσει τον έλεγχό του στην πρωτεύουσα, εκδιώκοντας πολιτοφυλακές που θα μπορούσαν να απειλήσουν την κυριαρχία του.
Ο Μπασάγα, πρώην αρχηγός ασφαλείας, πιέζει με τον δικό του τρόπο για εγχώρια και διεθνή νομιμότητα.
Ο Χαφτάρ εξακολουθεί να ελέγχει την ανατολική Λιβύη και είναι σε θέση να κινητοποιήσει μια αρκετά μεγάλη δύναμη μάχης.
Ο κοινοβουλευτικός πρόεδρος της ανατολικής περιοχής, Ακίλα Σαλέχ, υπήρξε ένθερμος αντίπαλος του Ντμπέιμπα.
Τέλος, ο γιος του πρώην δικτάτορα της Λιβύης, Σαΐφ αλ-Ισλάμ Καντάφι, έχει τις δικές του φιλοδοξίες να ηγηθεί της χώρας. Επανεμφανίστηκε στα τέλη του 2021 για να υποβάλει μια υποστηριζόμενη από τη Ρωσία υποψηφιότητα για την προεδρία, αν και δεν είναι σαφές πόση δημόσια υποστήριξη έχει.
Ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας στην επίλυση της λιβυκής κρίσης
Η σύγκρουση της Λιβύης ήταν, εν μέρει, ένας πόλεμος αντιπροσώπων μεταξύ ορισμένων από τις δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υποστηρίζουν τον Χάφταρ με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να νικήσει τις ισλαμιστικές ομάδες στη Λιβύη, συμπεριλαμβανομένου ενός κλάδου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Η Τουρκία, που είχε στενούς δεσμούς με την Αδελφότητα, έφτιαξε κοινό μέτωπο με τη διοίκηση της Τρίπολης.
Η Ρωσία συμμετείχε επίσης στη φιλονικία, καθώς προσπάθησε να διαλύσει τα δυτικά συμφέροντα στα αδύναμα αραβικά κράτη.
Η δυναμική άλλαξε τον περασμένο χρόνο, καθώς η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και σε μικρότερο βαθμό η Αίγυπτος βελτίωσαν τους δεσμούς τους με την Τουρκία. Όσο για τα ευρωπαϊκά έθνη, τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου της Λιβύης -τα μεγαλύτερα της Αφρικής- και η θέση της ακριβώς απέναντι από τη Μεσόγειο τούς έχουν δώσει το δικαίωμα για διεκδίκηση ενός μεριδίου στο τελικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα δεν έχουν επιδείξει ιδιαίτερη πρόθεση να προβούν στη διαρκή δέσμευση που απαιτείται για την επίλυση της κρίσης.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται ότι ενδιαφέρονται περισσότερο να σταματήσουν τη χρήση της Λιβύης ως σημείο εκκίνησης για Αφρικανούς μετανάστες που προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο.
Η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα της Αφρικής
Τα αποθέματα πετρελαίου της Λιβύης τής παρέχουν άφθονους πόρους για να πληρώσει για μια εθνική προσπάθεια ανοικοδόμησης, αν οι πολιτικές της διαμάχες μπορέσουν να επιλυθούν. Η παραγωγή είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι αυτού που θα μπορούσε να είναι, με τις πολιτοφυλακές και τους πολιτικούς διαδηλωτές να κλείνουν τακτικά κοιτάσματα πετρελαίου, αγωγούς και λιμάνια για να προωθήσουν τα αιτήματά τους.
Η παραγωγή έπεσε κατακόρυφα από τον Απρίλιο, εν μέσω της τελευταίας μάχης για την εξουσία. Αργότερα ανέκαμψε μετά την αναθεώρηση της διαχείρισης της κρατικής εταιρείας National Oil Corporation και την επίτευξη συμφωνίας για την εκτόνωση των εντάσεων μεταξύ της NOC και του υπουργείου Πετρελαίου. Γεγονός είναι, πάντως, πως η πολιτική δυσλειτουργία εμποδίζει τις προσπάθειες αναμόρφωσης των απαρχαιωμένων και κακώς συντηρημένων ενεργειακών υποδομών της χώρας.
Παρ' όλα αυτά, εταιρείες όπως η γαλλική TotalEnergies SE, η Eni SpA Ιταλίας και η Royal Dutch Shell Plc είναι έτοιμες να επενδύσουν δισεκατομμύρια δολάρια για να εκμεταλλευθούν τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Λιβύης, καθώς και τις δυνατότητές της στην ηλιακή ενέργεια.