Περιμένει την μπλε ώρα, όταν η μέρα συναντά τη νύχτα, για να φωτογραφίσει σε όλη τους την αίγλη και μαζί την καθημερινότητα, διαμερίσματα στο Παρίσι. Οι φωτογραφίες αυτές του Raphael Metivet, κυρίως μέσα στην πανδημία, έχουν προκαλέσει αίσθηση σε όλο τον κόσμο, σε έναν συνδυασμό νοσταλγίας για τα ταξίδια και ηδονοβλεπτικής εμπειρίας.
Eχουμε εξοικειωθεί -συχνά εθιστεί- να βλέπουμε τις ζωές των άλλων, να σκρολάρουμε ή να ζουμάρουμε σε εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ηδονοβλεψίες, περίεργοι έως λαίμαργοι για τις ζωές των άλλων, συνήθως επωνύμων, ή οικείων προσώπων. Αυτό το αντανακλαστικό λοιπόν, σε συνδυασμό με τη βίαιη ρήξη με καθετί που θεωρούσαμε δεδομένο, με τα εμπόδια στην κυκλοφορία, γέννησαν μέσα στην πανδημία ένα πραγματικό φαινόμενο, στο Instagram.
Ο λόγος για τις φωτογραφίες του Γάλλου φωτογράφου Raphael Μetivet, μέσα στα φωτισμένα διαμερίσματα, συνήθως στους τελευταίους ορόφους των κτιρίων στο Παρίσι, κυρίως στο 16o arrondissment (δημοτικό διαμέρισμα). Στην ένδοξη, πλέον, αρχιτεκτονική γραφή που επέβαλε ο πολεοδόμος Οσμάν υπό τις εντολές του αυτοκράτορα Ναπολέοντα του Τρίτου, αλλά και σε κτίρια που προέκυψαν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και που φιλοξενούν την ελίτ της γαλλικής πρωτεύουσας.
Ιχνη ανθρώπινης ζωής στα «ένδοξα Παρίσια»
Ο Metivet, που μένει στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, δεν κάνει αρχιτεκτονική φωτογραφία, ή φωτογραφία τοπίου. Δεν είναι τόσο η κατασκευή που τον ενδιαφέρει, αλλά το πώς αυτή γίνεται η πλατφόρμα της πραγματικής ζωής. Τον ενδιαφέρει το φως που λάμπει μέσα από το παράθυρο, το γαλαζωπό φως του λάπτοπ πάνω στο οποίο είναι σκυμμένος ο κάτοικος του διαμερίσματος, η τεράστια φωτογραφία με γυμνά του Xέλμουτ Νιούτον σε έναν τοίχο, τα απομεινάρια ενός πάρτι. Τα πανέμορφα κτίρια που φέρουν την σφραγίδα του Οσμάν είναι σχεδόν το πρόσχημα. Και δικαιώνουν κατά μια έννοια τον ορισμό των κατοικιών κατά τον Αρη Κωνσταντινίδη: Δοχεία ζωής.
Ο Metivet, που έχει εργαστεί στο τμήμα ηλεκτρονικού εμπορίου κορυφαίων γαλλικών οίκων πολυτελών ειδών, άρχισε να φωτογραφίζει τους δρόμους της πόλης του πριν από ακριβώς τρία χρόνια. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι αυτή η διαδικασία έχει κάτι το τετελεσμένο. Η νεκρική ακινησία της αρχιτεκτονικής ως μνημείου που μετά από μερικές φωτογραφίες δεν μπορεί να αφηγηθεί κάτι νέο πέρα από αυτό που έχει ήδη δηλωθεί και έχει γίνει σχεδόν κλισέ. «Πόσες διαφορετικές φωτογραφίες να βγάλεις από την όψη του Μουσείου του Λούβρου», αναρωτιέται. Ετσι γεννήθηκε η ιδέα της καταγραφής αυτού που δίνει κίνηση, εξέλιξη, νέα ζωή διαρκώς στα κτίρια: της ανθρώπινης ζωής μέσα σε αυτά. ¨Η έστω, του ίχνους της ανθρώπινης ζωής.
Περιμένοντας την μπλε ώρα στην Πόλη του Φωτός
Το έκανε αυτό, με έναν τρόπο ηδονοβλεπτικό -αν και είναι σαφώς πιο λυρικό, πιο ευχάριστο να βλέπει ή να ακούει κανείς την λέξη voyeurism. Ανέβηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε και το επιτρεπόταν σε πολυκατοικίες, στις ταράτσες ή στα διαμερίσματα φίλων του.
Περίμενε υπομονετικά να σουρουπώσει, λίγο μετά το χρυσό του ηλιοβασιλέματος, λίγο πριν το μαύρο της νύχτας. Προτιμά αυτή τη στιγμή, την μπλε ώρα ως τον ιδανικό φωτισμό για τις εικόνες του. Μέσα στην πανδημία, με τον περιορισμό της κυκλοφορίας, την καραντίνα, την τηλεργασία, του δόθηκαν οι ιδανικές συνθήκες για το πρότζεκτ του, καθώς τα διαμερίσματα είχαν διαρκώς ζωή, ένα φως αναμμένο. Εδειχναν τον τρόπο που κατοικούνται.
Ανατρέχοντας στον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ
Όταν πρωτοαντίκρυσα τις εικόνες του στο Instagram, η ομορφιά του Παρισιού, η θλίψη για το αβέβαιο τού πότε θα ταξιδέψω ξανά και το ηδονοβλεπτικό ένστικτο που έχω αναπτύξει λόγω του Instagram, γρήγορα παραμέρισαν για να με στείλουν εκεί που εντοπίζω την μήτρα του έργου του Metivet, με κάποιον τρόπο. Στην ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ «Σιωπηλός μάρτυρας», το σπουδαίο ψυχολογικό δράμα του 1954, ίσως την κορυφαία ταινία του. Σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, εγκλωβισμένος εξαιτίας του σπασμένου ποδιού του, βαριεστημένος, ένας φωτογράφος αρχίζει να παρακολουθεί τις ζωές των απέναντι, με τα κιάλια, με τη φωτογραφική του μηχανή.
Όπως ο Τζεφ, με την έντονη κοινωνική ζωή ξαφνικά βρίσκεται κλεισμένος στο σπίτι και αναζητά διέξοδο και ερεθίσματα έξω από το παράθυρό του, στους απέναντι, έτσι και ανά τον κόσμο βρεθήκαμε κλεισμένοι στα σπίτια μας μέσα στην καραντίνα, να κοιτάζουμε προς τα έξω αναζητώντας την πραγματική ζωή. Εστω και μέσα από τα παράθυρα των γειτόνων. Με αυτή την έννοια κάτι το προφητικό υπάρχει σε αυτή την ταινία του Χίτσκοκ. Καθηλωμένοι και εμείς, βλέπουμε μέσα από τον φακό του Metivet, εικόνες που ελάχιστες πρωτεύουσες προσφέρουν μέσα στα κάδρα των διαμερισμάτων.
«Ξεκοιλιάζοντας» το Παρίσι
Ο Μetivet έχει μεγάλη αδυναμία σε όλο το 16o δημοτικό διαμέρισμα και γενικά στο κομμάτι του Παρισιού που καθορίστηκε από τον Οσμάν -αν και όταν δημιουργήθηκε αντιμετωπίστηκε με αρνητική κριτική, ενώ ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζεται ως ένας θύλακας για την ελίτ των Γάλλων, ως ένα άρτιο ταξικό αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό εγχείρημα. Περιελάμβανε την κατεδάφιση 19.730 ιστορικών κτιρίων και την ανέγερση 34.000 νέων. Μεγάλα βουλεβάρτα, λεωφόροι, πάρκα ήρθαν να σπάσουν την εικόνων των στενών δρόμων και διαδρομών, πλατείες δημουργήθηκαν, συντριβάνια, ανεγέρθηκε η όπερα του Παρισιού, θέατρα. Οι εργασίες διήρκησαν από το 1853 ως περίπου το 1920 και ο ίδιος ο Οσμάν, κάπως περήφανα, τις είχε περιγράψει ως επιχείρηση «να ξεκοιλιάσουν το Παρίσι».
Είναι εξιδανικευμένη η ζωή στο Παρίσι όπως τη παρουσιάζει ο Metivet; Αν όχι εξιδανικευμένη, είναι σίγουρα μια εικόνα που ορίζεται από τους ίδιους τους αποκλεισμούς που επιβάλλει: κάθε τι που θυμίζει ρουτίνα, επαναληπτικότητα μαζικών εικόνων ζωής τύπου IKEA και Coca Cola. Μια μεγαλοαστική καθημερινότητα συναντάμε εδώ, μαζί με την αρχιτεκτονική της πόλης που αγαπά και εγκλωβίζει το φως. Είναι αυτή η γοητεία, η μοναδικότητα και η ειδική κατηγορία ηδονοβλεπτικής τέρψης εξάλλου που οδήγησε τον οίκο Saint Laurent, μέσα στους περιορισμούς της πανδημίας, να κάνει την επίδειξή του για την κολεξιόν Ανοιξη/Καλοκαίρι 2021 στις ταράτσες του Παρισιού δημιουργώντας ένα ψηφιακό θέαμα αριστουργηματικό, χορταστικό για τις τάσεις φυγής και ταξιδιού που κατατρύχουν τους πολίτες ανά τον κόσμο. Τα μοντέλα κάνουν μια διαδρομή από την Μονμάρτη και την Παναγία των Παρισίων, ως τις οροφές των πολυκατοικιών, σε ένα φιλμ που έχει τον υπαινικτικό τίτλο «Οσο μεγάλη και αν είναι η νύχτα».
Τα μπαλκόνια γίνονται σκηνές, θέατρα
Ο Μetivet επιμένει ότι οι άνθρωποι είναι μέρος μόνο της φωτογραφίας του, ποτέ δεν είναι το κεντρικό θέμα. Χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική, το φως, το πέρασμα του ανθρώπου για μια εικόνα που καλεί τον θεατή να της δώσει όποια αφήγηση ο ίδιος επιθυμεί. Σαν ένα μέντιουμ, ένας μεσολαβητής αυτού που συμβαίνει με το φαντασιακό μας. Μπορεί όχι το σώμα, αλλά ναι, κάτι εντός μας μπορεί να συνεχίσει να ταξιδεύει. Όπως έλεγε στο πρώτο κύμα της πανδημίας, ένα χρόνο πριν, στο iefimerida o καθηγητής Αρχιτεκτονικής Ανδρέας Κούρκουλας, τα άδεια μπαλκόνια, και εδώ, στην Ελλάδα απόκτησαν ζωή. «Εχει τρομερό ενδιαφέρον ότι ξαφνικά τα μπαλκόνια γίνονται σκηνές και θέατρο. Γίνονται θέσεις είτε για να παίξουμε, είτε για να ακούσουμε».
Αφηγήθηκε μάλιστα την εξής ιστορία: «ένας σπουδαίος Ιταλός αρχιτέκτονας, ο Luigi Snozzi, για μια διάλεξη στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μας είπε “έκανα τη διαδρομή από Θεσσαλονίκη-Αθήνα και κοιτούσα όλες αυτές τις πολυκατοικίες με τα μπαλκόνια. Δεν είδα ποτέ ψυχή να κάθεται σε αυτά”. Διότι στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι της συνεύρεσης γινόταν στον δημόσιο χώρο και το μπαλκόνι έχασε σταδιακά την έννοια της φυγής από το σπίτι. Και ξαφνικά τώρα, βλέπεις κόσμο στα μπαλκόνια –αφού δεν μπορεί να βγει στους δρόμους- και είναι σαν να βγαίνει σε ένα κατώφλι για να επικοινωνήσει». Στην προβολή αυτής της διαπίστωσης, στο Παρίσι, ο Metivet δημιούργησε μια εμπειρία που έγινε παγκόσμια. Και προσφέρει στο τουριστικό προϊόν που είναι το Παρίσι για την επόμενη μέρα της πανδημίας, μια δύναμη, που άλλες μεγαλουπόλεις θα ζήλευαν.