Η πρωτοφανής κρίση που διέρχεται η Ιταλία λόγω της επιδημίας του φονικού κορωνοϊού φέρνει τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό της γείτονος, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης για να σωθούν ζωές, αντιμέτωπους με αδιανόητα διλήμματα.
Με άρθρο του στο περιοδικό The Atlantic o φημισμένος πολιτικός επιστήμονας,
καθηγητής του Johns Hopkins University και συνεργάτης του German Marshall Fund, Υascha Mounk, σχολιάζει τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από τις συστάσεις του Ιταλικού Συλλόγου Αναισθησιολογίας, Αναζωογόνησης και Εντατικής Θεραπείας (SIAARTI) προς τους γιατρούς της χώρας σχετικά με το ποιοι ασθενείς πρέπει να σωθούν.
«Πριν από δύο εβδομάδες», γράφει ο Αμερικανο-γερμανός καθηγητής, «τα κρούσματα του κορωνοϊού στην Ιταλία ήταν 322 κι οι γιατροί στα νοσοκομεία της χώρας είχαν την «πολυτέλεια» να αφιερώσουν την προσοχή τους σε κάθε ασθενή. Πριν από μία εβδομάδα τα κρούσματα που ιού που προκαλεί τη νόσο COVID-19 έφθασαν τα 2.502 κι οι γιατροί μπορούσαν ακόμη να προσφέρουν τις πιο ζωτικής σημασίας φροντίδες στους ασθενείς, βάζοντας σε τεχνητή αναπνοή όσους αντιμετώπιζαν οξεία προβλήματα. Μέχρι χθες, όμως, όμως, τα κρούσματα εκτοξεύτηκαν στα 12.462 κι οι ασθενείς είναι πλέον πάρα πολλοί για να λάβει ο καθένας τους επαρκή φροντίδα. Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό δεν μπορούν να σταθούν στο πλευρό του κάθε ασθενή, αφού οι κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας δεν επαρκούν, όπως και οι αναπνευστήρες.
«Πόλεμος» στα νοσοκομεία
Το έγγραφο με τις κατευθντήριες γραμμές, που εξέδωσε το SIAARTI, ξεκινά συγκρίνοντας τα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι γιατροί των νοσοκομείων στην Ιταλία με εκείνα που αντιμετωπίζουν οι στρατιωτικοί γιατροί στα πεδία των μαχών. Αντί να παρέχουν εντατική νοσηλεία σε όλους τους ασθενείς που τη χρειάζονται, οι συντάκτες του αναφέρουν ότι ίσως είναι αναγκαίο να ακολουθούνται «τα πιο ευρέως διαδεδομένα κριτήρια σχετικά με τη διανεμητική δικαιοσύνη και την κατάλληλη κατανομή περιορισμένων πόρων υγείας». Η αρχή επί της οποίας εδράζουν αυτά είναι ωφελιμιστική, αφού εισηγούνται ότι «τα κριτήρια επιλογής πρέπει να εγγυώνται ότι θα έχουν πρόσβαση στην εντατική θεραπεία οι ασθενείς εκείνοι με τις υψηλότερες πιθανότητες να θεραπευτούν».
Προτεραιότητα σ' όσους έχουν αυξημένες πιθανότητες επιβίωσης
Οι συντάκτες, που είναι γιατροί και οι ίδιοι, κάνουν συμπερασματικά συγκεκριμένες συστάσεις ως προς το χειρισμό αυτών των αδιανόητων επιλογών περιλαμβανομένης και εκείνης που λέει: «ίσως καταστεί αναγκαίο να οριστεί ένα όριο ηλικίας για την πρόσβαση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας», πράγμα που σημαίνει ότι θα αποκλείονται όσοι είναι πολύ προχωρημένης ηλικίας για να έχουν αυξημένες πιθανότητες ανάρρωσης, ή κρίνεται ότι έχουν πολύ λίγα χρόνια ζωής μπροστά τους ακόμη κι αν επιβιώσουν. «Η εναλλακτική, υποστηρίζει το έγγραφο, δεν είναι καλύτερη. «Σε περίπτωση ολικού κορεσμού των διαθέσιμων πόρων η διατήρηση του κριτηρίου “όποιος έρχεται πρώτος, εξυπηρετείται και πρώτος” θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποκλειστούν από την πρόσβαση στις ΜΕΘ όσοι ασθενείς φθάνουν αργά».
«Σώστε τους νεότερους»...
Πέρα από τον ηλικιακό παράγονται το έγγραφο συνιστά στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό να λαμβάνουν υπόψη τους τη συνολική κατάσταση της υγείας του ασθενούς: “Η παρουσία συννοσηροτήτων πρέπει να συνεκτιμάται προσεκτικά». Αυτή η σύσταση σχετίζεται εν μέρει με το ότι από τις πρώτες μελέτες του νέου κορωνοϊού φαίνεται ότι οι ασθενείς με σοβαρά προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν, αλλά και με το γεγονός ότι οι ασθενείς που έχουν γενικά πιο επιβαρυμένη συνολική κατάσταση υγείας μπορεί να χρειαστούν περισσότερους από τους περιορισμένους διαθέσιμους πόρους για να επιβιώσουν: «Μια ίσως σχετικά σύντομη θεραπεία για υγιέστερα άτομα μπορεί να διαρκέσει περισσότερο και να απασχολήσει περισσότερους πόρους στην περίπτωση γηραιότερων ή πιο “εύθραυστων” ασθενών». Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές αφορούν όμως και τους ασθενείς που χρειάζονται νοσηλεία σε ΜΕΘ για άλλους λόγους πέραν του κορωνοϊού, επειδή χρήζουν των ίδιων ελάχιστων διαθέσιμων ιατρικών πόρων.
Και ο διάσημος καθηγητής του John Hopkins University καταλήγει: «Η ακαδημαϊκή μου εκπαίδευση είναι στην πολιτική και ηθική φιλοσοφία. Έχω περάσει αναρίθμητες ώρες σε σεμινάρια συζητώντας αφηρημένα ηθικά διλήμματα (…) Σκοπός εν μέρει όλων αυτών των συζητήσεων ήταν υποτίθεται να βοηθούνται οι επαγγελματίες στη λήψη δύσκολων ηθικών αποφάσεων σε πραγματικές καταστάσεις. Αν είσαι μια εξαντλημένη από τη συνεχή δουλειά νοσοκόμα που μάχεται μια νέα ασθένεια υπό τις πλέον απελπιστικές συνθήκες και δεν μπορείς να τους φροντίσεις όλους, όσο κι αν προσπαθήσεις, τίνος τη ζωή πρέπει να σώσεις; Παρ’ όλα αυτά τα χρόνια που σπούδαζα τέτοια θέματα θεωρητικά, πρέπει να παραδεχθώ ότι δεν μπορώ να κρίνω ηθικά το έγγραφο που δημοσίευσαν αυτοί οι γενναίοι Ιταλοί γιατροί. Δεν έχω καν ιδέα αν αυτό που συνιστούν είναι σωστό ή λάθος….»