Μία μητέρα που αγνοούνταν βρέθηκε να επιπλέει ζωντανή στα ανοιχτά των ακτών της Κολομβίας, δύο χρόνια αφού έχασε επαφή με την οικογένειά της και εξαφανίστηκε.
Σύμφωνα με τα διεθνή Μέσα, η οικογένεια της γυναίκας δεν γνώριζε που βρίσκεται μέχρι που βρέθηκε να επιπλέει περίπου ένα μίλι ανοιχτά της πόλης Πουέρτο στις 26 Σεπτεμβρίου.
Αργότερα, η γυναίκα αναγνωρίστηκε ως η 46χρονη Αντζέλικα Γκαϊτάν. Η γυναίκα εντοπίστηκε σε πολύ αδύναμη κατάσταση με σημάδια υποθερμίας από τον ψαρά Ρονάλντο Βισμπάλ και αφού επέπλεε επί 8 ολόκληρες ώρες. Αφού διασώθηκε είπε στα τοπικά Μέσα ότι ήθελε να αυτοκτονήσει ισχυριζόμενη ότι υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας επί 20 χρόνια από τον πρώην σύζυγό της, ο οποίος της απομάκρυνε από την οικογένειά της και τους φίλους της με αποτέλεσμα να αποκτήσει αυτοκτονικές τάσεις.
Σύμφωνα με την κολομβιανή ειδησεογραφική ιστοσελίδα La Libertad, οι ψαράδες αρχικά πίστευαν ότι αυτό που επέπλεε στον ωκεανό ήταν κούτσουρο. Μόλις όμως έφτασαν πιο κοντά, συνειδητοποίησαν ότι ήταν μια γυναίκα που κουνούσε τα χέρια της για βοήθεια.
Η στιγμή της διάσωσης μάλιστα καταγράφηκε και σε βίντεο και σε αυτό φαίνεται η 46χρονη να είναι εμφανώς αναστατωμένη και να κλαίει.
Αφού διασώθηκε, η γυναίκα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από όπου εξέφρασε την λύπη της για την απόφασή της να μπει στο νερό, και τόνισε ότι ο Θεός την έσωσε από το να πνιγεί κατά τη διάρκεια των 8 ωρών που δοκιμαζόταν.
«Γεννήθηκα ξανά, ευχαριστώ τον Θεό. Αν είχα μια ευκαιρία ή βοήθεια, δεν θα έπαιρνα αυτήν την απόφαση. Τώρα είμαι πολύ ευγνώμων γιατί ο Θεός μου έδωσε μια νέα ευκαιρία να προχωρήσω », είπε. Η Γκαϊτάν είπε ότι ο πρώην σύζυγός της την «χτυπούσε βίαια» ακόμη και όταν έμεινε έγκυος δύο φορές. «Η κακοποίηση ξεκίνησε στην πρώτη εγκυμοσύνη, με χτύπησε, με κακοποίησε βίαια», είπε στο RCNRadio. «Στη δεύτερη εγκυμοσύνη η κακοποίηση συνεχίστηκε και δεν μπόρεσα να φύγω επειδή τα κορίτσια ήταν μικρά. Πολλές φορές τον ανέφερα, αλλά η αστυνομία τον έπαιρνε για 24 ώρες και όταν ήταν ξανά στο σπίτι, οι επιθέσεις επέστρεφαν».
Σε ξεχωριστή συνέντευξη με την DiarioLaLibertad, η Γκαϊτάν είπε ότι ήταν κλειδωμένη στο σπίτι που μοιραζόταν με τον τότε σύζυγό της και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο και αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει τον κήπο ως τουαλέτα.
Στο RCN μάλιστα δήλωσε ότι ο πρώην σύντροφός της προσπάθησε να τη σκοτώσει τον Σεπτέμβριο του 2018.
Μετά την κακοποίηση πριν από δύο χρόνια, το έσκασε και περιπλανήθηκε στους δρόμους για έξι μήνες προτού βρεθεί στο καταφύγιο μιας γυναίκας με την ελπίδα να κρατήσει τον πρώην σύζυγό της μακριά της. Η κακοποίηση ωστόσο σύμφωνα με την ίδια δεν τελείωσε και έπεσε θύμα bullying και κακοποίησης και στο κέντρο που βρέθηκε Camino de Fe. Είπε συγκεκριμένα στη LaLibertad ότι οι γυναίκες στο καταφύγιο έκλειναν το νερό ενώ προσπαθούσε να κάνει ντους και της έβαζαν σαπουνόνερο στον χυμό που της πρόσφεραν. Είπε ότι δεν έβλαψε κανέναν ή ότι έκανε κάτι για να αξίζει τα παραπάνω.
Την Παρασκευή πριν από την απόπειρα αυτοκτονίας της, η Γκαϊτάν είπε ότι τα μέτρα προστασίας έληξαν επειδή είχε αλλάξει περιφέρειες. Στη συνέχεια, η αστυνομία την έβγαλε από το καταφύγιο. Αφού απομακρύθηκε είπε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει να ζει. «Μια κυρία μου δάνεισε για τα εισιτήρια και πήρα ένα λεωφορείο απευθείας για τη θάλασσα», είπε στο RCN. «Ήθελα να τελειώσουν όλα, δεν είχα βοήθεια από κανέναν, ούτε καν από την οικογένειά μου, γιατί αυτός ο άντρας με κράτησε μακριά από τον κοινωνικό μου κύκλο, γι 'αυτό δεν ήθελα να συνεχίσω να ζω».
Η Γκαϊτάν είπε ότι η τελευταία της ανάμνηση πριν διασωθεί ήταν «να βρίσκεται στην παραλία» σε «μοναξιά» όταν αποφάσισε να πηδήξει στη θάλασσα.
Όπως σημειώνουν πάντως τα διεθνή Μέσα, οι συνθήκες που περιβάλλουν το παράξενο περιστατικό παραμένουν ασαφείς, ειδικά αφού τα τοπικά μέσα ενημέρωσης εντόπισαν την κόρη της γυναίκας, Αλεξάντρα Καστιμπλάνκο, η οποία είπε ότι δεν γνώριζε που βρισκόταν η μητέρα της τα τελευταία δύο χρόνια. Χαρακτήρισε fake news τους υπαινιγμούς ότι η μητέρα της έγινε αυτοκτονική λόγω μίας σχέσης που τελείωσε ή μίας επίθεσης από πρώην εραστή. Η Καστιμπλάνκο και η αδερφή της συγκεντρώνουν επί του παρόντος χρήματα για να μεταφέρουν τη μητέρα τους τους στην Μπογκοτά όπου ζουν και ελπίζουν ότι η οικογένειά τους θα την φροντίσει.