«Τι είναι ο θάνατος; Μια καρδιά ορθή σαν έρθει η ώρα της». Στην περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη, που σαν σήμερα ξεκίνησε το ταξίδι από τη Γερμανία όπου άφησε την τελευταία του πνοή για το Ηράκλειο όπου ετάφη στις 5 Νοεμβρίου, όλη η Κρήτη, όλη η Ελλάδα στάθηκε όρθια.
Σκεφτείτε κάποιον που δεν γνωρίζει ποιον αφορούν οι εικόνες. Ποιος είναι ο νεκρός, ο άφαντος νεκρός μέσα στο φέρετρο. Και αυτός ο κάποιος κοιτάζει τις φωτογραφίες και το φιλμ από την μεταφορά αυτού του προφανούς επιφανούς νεκρού, από τη στιγμή που ανοίγει η πόρτα του αεροσκάφους, ως την στιγμή που ένας λόφος κρητικής γης τον σκεπάζει και στέκονται γύρω του νεαροί βρακοφόροι, σαν τους Κούρους στα ταφικά μνημεία της αρχαιότητας.
Οι εικόνες αυτές προκαλούν ακαριαία μια ταχυκαρδία, μια αίσθηση δέους ακόμα και αν δεν ξέρεις ποιος τιμάται. Είναι από μόνες τους ένα είδος ντοκουμέντου υψηλής συγκίνησης. Χιλιάδες Κρητικοί, βρακοφόροι, μαυροντυμένες, παιδιά, ελληνικές σημαίες, ο Μάνος Κατράκης, ο Αλέξης Μινωτής με πρόσωπα παγωμένα σαν πέτρα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πλάι στον Γεώργιος Παπανδρέου. Μια στιγμή στην ελληνική Ιστορία. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς: είναι η κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη, του μέγιστου. Σαν σήμερα, 3 Νοεμβρίου, βράδυ Κυριακής, ξεκίνησαν οι διαδικασίες και η Ελλάδα ενημερώθηκε να ετοιμαστεί να δεχθεί τη σορό του, αυτήν που η επίσημη ελληνική εκκλησία έστειλε φιρμάνι στην Κρήτη να μην την θάψει με την τιμή που της αξίζει και την εξόδιο ακολουθία του λαού.
Πέθανε 9 χρόνια νωρίτερα από την πρόβλεψή του
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πεθάνει μέρες πριν βέβαια, στις 26 Οκτωβρίου 1957, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, στο νοσοκομείο του Φράιμπουργκ στην Γερμανία -η λευχαιμία του πυροδοτήθηκε εξαιτίας της γρίπης που τον χτύπησε και τον οδήγησε στον θάνατο, νωρίτερα από ότι ο ίδιος είχε προβλέψει, ή επιθυμούσε. Σε ένα παιχνίδι που είχε κάνει με φίλους του -έπρεπε ο καθένας να γράψει σε ένα χαρτί πότε πιστεύει ότι θα φύγει από τη ζωή- ο Καζαντζάκης είχε προβλέψει ότι «θα μαζέψει τα πράγματά του» τον Αύγουστο του 1966.
3 Νοεμβρίου η Ελλάδα αρχίζει να ετοιμάζεται, η ορθόδοξη Εκκλησία τον θεωρεί γιο του Σατανά, υβριστή, και ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος είναι σαφής ότι δεν πρέπει να τιμηθεί από την εκκλησία. 4 Νοέμβρη πρωί φτάνει το σώμα του στην Ελευσίνα, μένει σε έναν νεκροθάλαμο στο Πρώτο Νεκροταφείο χωρίς παρουσία ιερέα. Τα πάντα είναι έτοιμα για να μεταφερθεί με αεροπλάνο της Ολυμπιακής στην Κρήτη -ο μύθος θέλει τον ίδιο τον Ωνάση να φρόντισε για τα διαδικαστικά.
Η Κρήτη σε πένθιμο συναγερμό
Στο Ελληνικό, φτάνει η σωρός του και τον περιμένουν παραταγμένοι, με κοστούμια και ρούχα επίσημα οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι που καθόρισαν την εποχή. Ετοιμοι να τον ακολουθήσουν, να τον συνοδεύσουν στο τελευταία ταξίδι. Ο Μάνος Κατράκης πιο ευθυτενής από ποτέ, πρόσωπο σαν πέτρα, με κοστούμι, γραβάτα, ένας παραστάτης του πένθους.
Το αεροπλάνο προσγειώνεται στο Ηράκλειο το απόγευμα της 4ης Νοεμβρίου. Με το που ανοίγει η πόρτα του και το φέρετρο με λίγα λουλούδια επάνω υψώνεται από τους εργαζόμενους για να κατέβει στη γη, η λαοθάλασσα που πνίγει το αεροδρόμιο ξεσπά. Η εκκλησία σκύβει στο φέρετρο του, γυρνά την πλάτη στον Αρχιεπίσκοπο. «Το Ηράκλειον βρίσκεται σε πένθιμο συναγερμό. Πλήθη λαού συνεγκεντρώθησαν για να προπέμψουν τον μεγάλο νεκρό», λένε οι ειδήσεις, τα νέα της εποχής. Η σωρός του πηγαίνει για λαϊκό προσκύνημα στον μητροπολιτικό ναό.
Ο στρατιώτης παπάς που αψήφισε τον Αρχιεπίσκοπο
47 στεφάνια επισήμων, πολιτικών, πριγκίπων καταφθάνουν και κυκλώνουν τον ναό, ενώ δεκάδες χιλιάδες περιμένουν υπομονετικά για να προσκυνήσουν τον γιο της ηρωικής Κρήτης, όπως λένε περήφανα. Κρατάνε στα χέρια τους βιβλία του αφορισμένου Καζαντζάκη, σαν να είναι ιερά, σαν την Βίβλο. Κανείς δεν μπορεί να αγγίξει, να μεταφέρει στους ώμους, στα χέρια του φέρετρο. Μόνο οι βρακοφόροι. Βλέπεις ανάμεσα στο πλήθος παιδιά, μια σταλιά παιδιά, έφηβους, τους διαπερνά η Ιστορία, το αισθάνονται καταλυτικά.
Ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος, αψηφά τον αρχιεπίσκοπο. Ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία στις 5 Νοεμβρίου. Η νεκρική πομπή ξεκινά. Πίσω η χήρα Ελένη, με μαύρο πέπλο, αλλά μπροστά, προπομποί, μαθητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας κρατώντας τα παράσημα, τα βραβεία και τα βιβλία του Καζαντζάκη. Προορισμός η ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη. Απέναντι από την αγαπημένη του θέα.
Η Φιλαρμονική παίζει τον ύμνο της Κρήτης. Όμως πώς θα έφτανε στον τάφο του, χωρίς συνοδεία έστω ενός ιερέα; «Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το έπαιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ ήμουν παπάς και ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ' ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο η εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω. Το 'σκασα κρυφά από τον στρατό την μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα. Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες». Η μοναδική εξιστόρηση του πατέρα Καρπαθιωτάκη που δεν άντεξε να φύγει ο Καζαντζάκης χωρίς τον τρόπο που αρμόζει στους Χριστιανούς. Εξι μήνες φυλακή στον στρατό δεν ήταν για αυτόν τίποτα μπροστά στο χρέος του».
Οκτώ βρακοφόροι σαν Κούροι στον τάφο
Με αυτό τον τρόπο, τον μυθιστορηματικό και ένδοξο, φτάνει ο Καζαντζάκης στο σημείο που είχε σκαφτεί ο τάφος του. Ο περίφημος καπετάν Μανούσακας δίνει στην Ελένη, την χήρα του Καζαντζάκη, χώμα από τα Χανιά για να ρίξει στον τάφο. Σύσσωμη η Κρήτη τον υποδέχεται μέσα της με τον τρόπου που ξέρει ο λαός της να τιμά αυτούς που την δόξασαν.
Όταν όλοι φεύγουν, οκτώ νέοι βρακοφόροι στέκονται ακίνητοι πλάι στον τάφο του. Σαν τους Κούρους στους τάφους των σπουδαίων της αρχαιότητας. Κοιτώντας τον μικρό λόφο χώματος και λουλουδιών πάνω από τον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη, σκέφτομαι το απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε όταν επισκέφθηκε την Αίγυπτο. «Λέω στο νου μου κάθε μέρα: Όπως όταν μια στιγμή ο ουρανός καθαρίζει κι ένας άνθρωπος βγαίνει με το δίχτυ του να πιάσει πουλιά, και ξαφνικά βρίσκεται σε άγνωστη χώρα, τέτοιος είναι ο θάνατος! Τι είναι ο θάνατος; Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της! Είναι μια καρδιά ορθή, σαν έρθει η ώρα της! Τέτοια μου αποκαλύφτηκε η Σφίγγα, όταν, λίγο πιο πέρα από τις πυραμίδες, την αντίκρισα σήμερα για πρώτη φορά. Πελεκημένη σε κίτρινο βράχο, τεράστια, ανασηκώνει το κεφάλι πάνου από την άμμο, κατά την ανατολή, με αγωνία, σα να μάχεται να διακρίνει, πρώτη αυτή, τον ήλιο. Χτες είχε πεθάνει και κατέβηκε στη σκιά, και σήμερα τον προσδοκά ν’ αναστηθεί, ν’ ανασηκωθεί παντοδύναμος από τη Λιβυκήν έρημο και να ζεστάνει τις καρδιές των φυτών και των ανθρώπων. Είναι το αρχαιότερο άγαλμα της Αιγύπτου».
Στον τάφο του υπάρχει η παγκόσμια πλέον γνωστή αναγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος».
- Στις 26 ΙΟκτωβρίου, ανήμερα της επετείου θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα το βιβλίο «Ο Ανήφορος» το μοναδικό ανέκδοτο έργο του. Γράφτηκε τη δεκαετία του '40, αμέσως μετά τον Ζορμπά και διαπνέεται από μια τρυφερή αλλά και υπαρξιακή μελαγχολία.