Τους λόγους για τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ συνιστά υπαρξιακή απειλή για την Ευρώπη αναλύει ο Αμερικανός οικονομολόγος Κένεθ Ρόγκοφ.
Παράλληλα, εξηγεί πώς -κατά τη γνώμη του- πρέπει να απαντήσει η Γηραιά Ήπειρος.
Όπως εξηγεί ο διάσημος πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και νυν καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ σε άρθρο του στο Financial Review, ο φόβος των Ευρωπαίων ηγετών για το «τσουνάμι» Τραμπ είναι δικαιολογημένος, αφού ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου απειλεί την Ευρώπη σε τρία μέτωπα.
Οι αξιώσεις του Τραμπ να αναλάβει η Ευρώπη την ευθύνη για την άμυνά της και οι απειλές για δασμούς
Το πρώτο αφορά στην αξίωση του Τραμπ να αναλάβει η Ευρώπη πλήρως την ευθύνη για την άμυνά της, αίτημα που πολλοί πολιτικοί ηγέτες δυσκολεύονται να κατανοήσουν.
Στην ομιλία του με βιντεοσύνδεση στο Νταβός, ο Τραμπ κάλεσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ τους, την ώρα που πολλές εξ αυτών, όπως η Ιταλία, δυσκολεύονται να πετύχουν τον στόχο του 2% που συμφωνήθηκε για τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ επί ημερών Μπαράκ Ομπάμα.
Ο δεύτερος λόγος, λέει ο Ρόγκοφ, αφορά στις απειλές του Τραμπ να επιβάλει σαρωτικούς δασμούς, καταφέροντας ένα συντριπτικό πλήγμα στους Ευρωπαίους εξαγωγείς, που αντιμετωπίζουν ήδη σκληρό ανταγωνισμό από την Κίνα.
Μολονότι οι δηλώσεις Τραμπ φαίνεται ότι αφήνουν περιθώρια σε μεμονωμένες χώρες να διαπραγματευθούν χαμηλότερους δασμούς, δεν αποκλείεται τελικά να υλοποιήσει τις απειλές του, παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις οικονομολόγων.
Οι προτεινόμενοι δασμοί του Τραμπ θα είχαν ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, τη Γερμανία, το εξαγωγικό μοντέλο της οποίας τρεκλίζει μετά από δύο συνεχείς χρονιές ύφεσης.
Θεωρητικά, η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιδράσει «στρέφοντας και το άλλο μάγουλο, επειδή η χώρα που επιβάλλει δασμούς συχνά υποφέρει περισσότερο. Αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στους ψηφοφόρους» λέει ο Ρόγκοφ, σημειώνοντας ότι δεδομένου ότι μια παθητική αντίδραση θα εκληφθεί πιθανώς στο εσωτερικό μέτωπο ως ένδειξη αδυναμίας, ίσως αποδειχθεί αδύνατο να υπερνικηθεί ο πειρασμός αντιμετώπισης του εκφοβισμού του Τραμπ και επιβολής αντιποίνων, με ό,τι θα επιφέρει αυτή η αντιπαράθεση.
Πίεση στην Ευρώπη αναφορικά με την ενέργεια
Ο τρίτος λόγος που απειλεί ο Τραμπ την Ευρώπη είναι επειδή φέρνει σε δυσχερή θέση τα σχέδιά της για την πράσινη μετάβαση, καθώς αμέσως μετά την ορκωμοσία του άναψε «πράσινο φως» για την εντατικοποίηση των γεωτρήσεων ορυκτών καυσίμων.
Οι τιμές της ενέργειας στην ΕΕ είναι κατά πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες στις ΗΠΑ, κυρίως λόγω του πολέμου της Ρωσίας με την Ουκρανία και της γρήγορης πράσινης μετάβασης. Αλλά οι τιμές αυτές πλήττουν ολοένα και περισσότερο την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, ειδικά σε κρίσιμους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Οι συμβουλές του Ρόγκοφ στους Ευρωπαίους
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ρόγκοφ υπογραμμίζει στο άρθρο του ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη δεν πρέπει να αφήσουν τις χαοτικές πολιτικές του Τραμπ να τους αποσπάσουν την προσοχή από τις ύψιστες προτεραιότητές τους, κορυφαία των οποίων είναι η εξεύρεση τρόπων για τη μείωση των τιμών ενέργειας, με τις πυρηνικές τεχνολογίες μικρής κλίμακας να προσφέρουν ένα πολλά υποσχόμενο βήμα προς τα εμπρός.
Η άρνηση από μέρους του Τραμπ της κλιματικής αλλαγής και η εντολή του για επίσπευση των εξορύξεων συνιστούν σημαντική πρόκληση για την ΕΕ, οι αξιοθαύμαστες προσπάθειες της οποίας για την πράσινη μετάβαση θα έχουν από μόνες τους περιορισμένο αντίκτυπο στην υπερθέρμανση του πλανήτη, ειδικά καθώς Κίνα και Ινδία εξακολουθούν να παράγουν περίπου το 60% της ηλεκτρικής τους ενέργειας από άνθρακα, λέει.
Κατά τον Ρόγκοφ, για να πείσει η Ευρώπη άλλες χώρες να ακολουθήσουν τα βήματά της πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να είναι και «πράσινη» και ανταγωνιστική.
Παράλληλα, προτρέπει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ενόψει των απειλών του Τραμπ και του αυξανόμενου κινεζικού ανταγωνισμού, να μετριάσουν τον ενθουσιασμό τους για ρυθμίσεις, ενώ συνιστά στην ΕΕ να συνάψει μια εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία στα πρότυπα της σχέσης της με τη Νορβηγία, που θα ήταν αμοιβαία επωφελής, καθώς η Ευρώπη χρειάζεται τον χρηματοπιστωτικό τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου και οι βρετανικές εταιρείες χρειάζονται πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος καλεί τις χώρες της ΕΕ να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες αιτίες της οικονομικής στασιμότητας, και καταλήγει:
«Σίγουρα, η Ευρώπη θα πρέπει να επαινεθεί για την εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τον περιορισμό της υπέρβασης του τεχνολογικού τομέα. Συν τω χρόνω, οι ΗΠΑ και η Κίνα ενδέχεται να αναγνωρίσουν την αξία των προοδευτικών πολιτικών της ΕΕ και να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Αλλά αν παραμείνουν αμετάπειστοι, η Ευρώπη θα είναι αυτή που θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί. Εάν δεν το κάνει, η Κομισιόν μπορεί να καταλήξει να μοιάζει με την Πυροσβεστική Υπηρεσία του Λος Άντζελες, που προσπαθεί να περιορίσει τις πυρκαγιές αφού έχει ήδη γίνει η ζημιά».