Οι ιταλικές αρχές κατάσχεσαν το πολυτελές γιοτ του Ρώσου ολιγάρχη Αντρέι Μελνιτσένκο, σύμφωνα με ανακοίνωση της ιταλικής οικονομικής αστυνομίας.
Η δήλωση αναφέρει πως το σκάφος που ονομάζεται «SY A» -
το οποίο σημαίνει «ιστιοπλοϊκό γιοτ Α» - ήταν αγκυροβολημένο στο βορειοανατολικό λιμάνι της Τεργέστης.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ιστιοφόρο γιοτ στον κόσμο, αξίας 530 εκατομμυρίων ευρώ, 143 μέτρων μήκους και 25 μέτρων πλάτους. Η κατάσχεση εντάσσεται στα μέτρα σε βάρος Ρώσων δισεκατομμυριούχων που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Μελνιτσένκο χαρακτηρίζεται από τον ιταλικό Τύπο "ο βασιλιάς του άνθρακα και των λιπασμάτων", καθώς του ανήκουν ο όμιλος λιπασμάτων EuroChem Group και η εταιρεία άνθρακα SUEK.
To Sailing Yacht A είναι σχεδιασμένο από τον Φίλιπ Σταρκ και έχει ναυπηγηθεί από τη Nobiskrug στη Γερμανία.
Ακολουθεί την κατάσχεση την περασμένη εβδομάδα ενός γιοτ που ανήκε στον πλουσιότερο άνδρα της Ρωσίας, Αλεξέι Μορντάσοφ, στον απόηχο των κυρώσεων της Δύσης εναντίον Ρώσων ολιγαρχών που θεωρούνται πρόσωπα του στενού κύκλου του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Σε πλήρη εφαρμογή οι κυρώσεις της ΕΕ κατά Ρώσων ολιγαρχών προσκείμενων στον Πούτιν
Ο Μελνιτσένκο ήταν ένα από τα πρόσωπα στα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε κυρώσεις στις 9 Μαρτίου, εναντίον Ρώσων ολιγαρχών. Στην απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ σημειώνεται πως ο Μελνιτσένκο και άλλοι 36 ιδιοικτήτες επιχειρήσεων συναντήθηκαν με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν μετά την εισβολή στην Ουκρανία για να συζητήσουν τον πιθανό οικονομικό αντίκτυπο των κυρώσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ αναφέρει: «Το γεγονός ότι προσκλήθηκε να παραστεί σε αυτή τη συνάντηση δείχνει ότι είναι μέλος του στενότερου κύκλου του Βλαντιμίρ Πούτιν και ότι υποστηρίζει ή εφαρμόζει ενέργειες ή πολιτικές που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, καθώς και τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ουκρανία.
«Δείχνει επίσης ότι είναι ένας από τους κορυφαίους επιχειρηματίες που εμπλέκονται σε οικονομικούς τομείς παρέχοντας μια σημαντική πηγή εσόδων στην κυβέρνηση της Ρωσίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας».