Ο Σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ Μακτούμ χρηματοδότησε την απαγωγή δύο θυγατέρων του και «εκφόβισε» μία από τις συζύγους του, την πριγκίπισσα Χάγια της Ιορδανίας, αναγκάζοντάς την να φύγει για τη Βρετανία, απεφάνθη η βρετανική δικαιοσύνη.
Ο δικαστής Άντριου Μακφάρλαν δήλωσε ότι αποδέχθηκε, ως αποδεδειγμένους, μια σειρά από ισχυρισμούς που προέβαλε η πρώην σύζυγος του Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ Μακτούμ, η πριγκίπισσα Χάγια, ηλικίας 45 ετών, ετεροθαλής αδελφή του βασιλιά Αμπντάλα της Ιορδανίας, στο πλαίσιο της μεταξύ τους δικαστικής μάχης για την επιμέλεια των δύο παιδιών τους.
Στους ισχυρισμούς αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι καταγγελίες ότι ο Μοχάμεντ κανόνισε την απαγωγή της κόρης του Σάμσα, ηλικίας τότε 18 ετών, από τους δρόμους του Κέμπριτζ στην κεντρική Αγγλία το 2000 και να την οδηγήσει πίσω στο Ντουμπάι αεροπορικώς, όπου παραμένει αιχμάλωτη.
Κανόνισε, επίσης, την αρπαγή της μικρότερης αδελφής της Λατίφα από ένα πλοίο που έπλεε σε διεθνή ύδατα, στα ανοικτά των ακτών της Ινδίας, από ινδικές δυνάμεις το 2018 και την επιστροφή της στο εμιράτο.
Στη δημοσιότητα τα συμπεράσματα του δικαστηρίου για τον εμίρη
Τα συμπεράσματά του, που είδαν το φως της δημοσιότητας σήμερα μετά την άρση της απαγόρευσης την περασμένη Πέμπτη, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Μοχάμεντ να εφεσιβάλει κατά της δημοσίευσης.
Η πριγκίπισσα Χάγια, που έγινε το 2004 η έκτη σύζυγος του μονάρχη, προκάλεσε αίσθηση, το περασμένο καλοκαίρι, με την απόφασή της να φύγει για το Λονδίνο, παίρνοντας μαζί της τα δύο παιδιά τους ηλικίας 8 και 12 ετών.
Η ίδια ξεκίνησε μια πρωτοφανή δικαστική διαδικασία εναντίον του συζύγου της, ο οποίος, σύμφωνα με την ίδια, τη χώρισε μυστικά στις αρχές του 2019. Προσέφυγε ενώπιον δικαστή Οικογενειακών Υποθέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λονδίνου προκειμένου να ληφθούν σε βάρος του πρώην συζύγου της ασφαλιστικά μέτρα εναντίον ενός καταναγκαστικού γάμου που θα μπορούσε να αφορά ένα από τα παιδιά του ζευγαριού.
Ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος του εμίρη του Ντουμπάι
Ζήτησε επίσης τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για βιαιοπραγίες και να της δοθεί η επιμέλεια των παιδιών της. Ο σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ Μακτούμ ζητούσε, από την πλευρά του, να επιστρέψουν τα παιδιά τους στο εμιράτο.
Μεταξύ των συμπερασμάτων του, ο δικαστής εκτιμά ότι ο εμίρης «ενήργησε, από τα τέλη του 2018, με τρόπο που στόχευε να εκφοβίσει και να τρομοκρατήσει» την πριγκίπισσα.
Στο πλαίσιο της δίκης, η πριγκίπισσα Χάγια ζητούσε από τη βρετανική δικαιοσύνη να αποφανθεί σχετικά με την τύχη δύο θυγατέρων του εμίρη, της Σάμσα και της Λατίφα, τις οποίες απέκτησε ο εμίρης με μια άλλη σύζυγο. Σύμφωνα με τον δικαστή, ο αλ Μακτούμ «χρηματοδότησε και ενορχήστρωσε» την απαγωγή των κοριτσιών.
Καταδίκασε την απόφαση ο εμίρης του Ντουμπάι
Σε ένα δελτίο Τύπου, ο εμίρης καταδίκασε μια απόφαση που «αναπόφευκτα καταγράφει μονάχα τη μία πλευρά της υπόθεσης» και «δεν προστατεύει τα παιδιά (του) από την προσοχή των ΜΜΕ», απευθύνοντας έκκληση για σεβασμό στην ιδιωτική ζωή της οικογένειάς του.
Τον Μάρτιο του 2018, η Λατίφα αλ Μακτούμ, ηλικίας 32 ετών, ανακοίνωσε σε ένα βίντεο στο YouTube ότι ήθελε να φύγει από τη χώρα της. Με δάκρυα στα μάτια, υποστήριξε ότι «την είχε βασανίσει» και «φυλακίσει για 3 χρόνια» ο πατέρας της, έπειτα από μια πρώτη απόπειρά της να δραπετεύσει, όταν ήταν έφηβη το 2002, επικρίνοντας έναν «πατέρα που πιστεύει μονάχα στην εικόνα του» και έχει «καταστρέψει τις ζωές τόσων ανθρώπων».
Νάρκωσαν την πριγκίπισσα και την οδήγησαν πίσω στο Ντουμπάι
Σε ηλικία 18 ετών, η αδελφή της Σάμσα, που γεννήθηκε το 1981, επιχείρησε να το σκάσει από τον πατέρα της το 2000, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στην Αγγλία. Σύμφωνα με όσα καταγγέλλει η Λατίφα, το κορίτσι εντοπίστηκε έπειτα από δύο μήνες, «τη νάρκωσαν», την οδήγησαν πίσω στο Ντουμπάι με ιδιωτικό τζετ και την «κράτησαν αιχμάλωτη».
Στην απόφασή του, ο δικαστής αναφέρει ότι έλαβε πληροφορίες σχετικά με την επιστροφή της, επικαλούμενος ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όπου εκείνη αφηγείτο ότι την απήγαγαν τέσσερις ένοπλοι άνδρες, στο Κέμπριτζ, της έκαναν «δύο ενέσεις» και την μετέφεραν με ελικόπτερο σε μια περιοχή όπου επιβιβάστηκε σε ένα αεροπλάνο που τη μετέφερε στο Ντουμπάι. Έκτοτε, δεν έχει εμφανιστεί δημοσίως.