Μπορεί η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν να δήλωσε ότι η Βρετανία ακολουθεί μια ξεκάθαρη πορεία προσέγγισης με την ΕΕ που ίσως θα την ξαναφέρει μια μέρα στους κόλπους της Ένωσης, αλλά ο Ντέιβιντ Κάμερον διαφωνεί.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera ο επικεφαλής εδώ και περίπου ένα μήνα της βρετανικής διπλωματίας υπογράμμισε ότι η χώρα του «έκανε την επιλογή της στο δημοψήφισμα, με σημαντική διαφορά, και επιλέξαμε να είμαστε φίλοι, γείτονες και εταίροι της ΕΕ, αλλά όχι μέλη. Η δουλειά μας είναι να καταστήσουμε λειτουργική αυτή την εταιρική σχέση: Φέρνουμε τους πόρους μας σε μια εταιρική σχέση με την Ευρώπη για την επίλυση προκλήσεων και προβλημάτων, είτε πρόκειται για το μεταναστευτικό είτε για τη βοήθεια προς την Ουκρανία. Και νομίζω ότι μπορούμε να το κάνουμε με επιτυχία».
Επτά χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2016 λιγότεροι από το ένα πέμπτο των Βρετανών που ψήφισαν υπέρ του Brexit πιστεύουν πως η έξοδος της χώρας τους από την ΕΕ ήταν επιτυχημένη. Αλλά ο Κάμερον δεν μετάνιωσε που ήταν αυτός που προκήρυξε το δημοψήφισμα, αφού -όπως είπε στην ιταλική εφημερίδα- απλώς τήρησε τη δέσμευσή του: «Είχα υποσχεθεί να διεξαγάγω δημοψήφισμα δύο χρόνια πριν από τις εκλογές και κρατήσαμε αυτή την υπόσχεση: το δημοψήφισμα έγινε και το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε. Ως εκ τούτου, εγκατέλειψα το πόστο μου, πέρασα λίγο χρόνο εκτός πολιτικής, αλλά είμαι χαρούμενος που επέστρεψα: ένα από τα καθήκοντα που έχω είναι να διασφαλίσω ότι αυτοί οι φίλοι, οι γείτονες και οι συνεργάτες λειτουργούν καλά και είμαι βέβαιος ότι αυτό είναι δυνατό».
Δημοσκόπηση της Redfield and Wilton Strategies για λογαριασμό του UK in a Changing Europe δείχνει ότι το 56% των ερωτηθέντων Βρετανών θα ψήφιζαν σήμερα υπέρ της επανένταξης της χώρας τους στην ΕΕ και το 44% κατα, αν εξαιρεθούν όσοι απάντησαν «δεν γνωρίζω» ή ότι δεν θα ψήφιζαν σε ένα νέο δημοψήφισμα.