Οι σκηνές που καταγράφονται κοντά στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας είναι συγκλονιστικές.
Το iefimerida/ocean επισκέφθηκε το μεγάλο πέρασμα των συνόρων της Μεντίκα και έγραψε για τα «καραβάνια» των προσφύγων από την Ουκρανία που περνούν, υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, σε πολωνικό έδαφος.
Κάποια χιλιόμετρα βορειότερα, υπάρχει το χωριό Κόρτσοβα, που συνορεύει επίσης με την Ουκρανία και αποτελεί μια σημαντική πύλη εισόδου για τους πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες. Εκεί, και συγκεκριμένα στο Μλίνι, έχει στηθεί ένας γιγαντιαίος καταυλισμός για τους πρόσφυγες, μέσα σε ένα εμπορικό κέντρο - «μαμούθ» -ίσως και τριπλάσιο σε μέγεθος από τα μεγαλύτερα που έχουμε στην Ελλάδα.
Χιλιάδες πρόσφυγες σε εμπορικό κέντρο
Σύμφωνα με τους υπευθύνους του κέντρου, ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να φιλοξενηθούν περίπου 200 άτομα στο συγκεκριμένο εμπορικό. Πλέον, είναι χιλιάδες οι φιλοξενούμενοι. Και εκεί που υπήρχαν οι επιγραφές για προσφορές και ταμπέλες των Zara, Nike και άλλων μαρκών, σήμερα βρίσκονται αναρτημένα μηνύματα και οδηγίες στα Ουκρανικά, και σε άλλες γλώσσες, προκειμένου να βρίσκουν το δρόμο τους οι πρόσφυγες.
Όσα χιλιάδες είναι τα ράντζα, τόσες, και ακόμα περισσότερες, οι προσωπικές ιστορίες ξεριζωμού. Η συντριπτική πλειοψηφία των φιλοξενούμενων προσφύγων στο γιγαντιαίο εμπορικό είναι γυναίκες. Μικρά κορίτσια, έφηβες, μεσήλικες και ηλικιωμένες. Οι πιο νέοι κρατούν σα φυλαχτά τα κινητά τους στα χέρια, καθώς μπορούν να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους, στην Ουκρανία.
Ουκρανοί μιλούν στο iefimerida για το δράμα τους
«Μιλάμε καθημερινά με τον πατέρα μας, προσπαθούμε να έχουμε όσο πιο συχνά επαφή. Είναι καλά, αυτό μας λέει. Έμεινε πίσω για να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδας μας, για την ελευθερία της Ουκρανίας» λέει στο iefimerida η Αναστασία Βασιλίεβα, μια 20χρονη από το Χάρκοβο. Στα τρία ράντζα που βρίσκονται «κολλητά», δίπλα της, είναι η μικρή της αδερφή, η μαμά της και η θεία τους.
Όπως εξηγεί, «ήρθαμε χθες στην Πολωνία, μέσω του Λβιβ, και σήμερα μας έφεραν εδώ στο εμπορικό. Υπάρχουν κάποιες πιθανότητες να πάμε στην Τσεχία λέει η μαμά μας. Όμως για την ώρα δεν έχουμε ιδέα τι κάνουμε» τονίζει η Αναστασία που μέχρι πρότινος σπούδαζε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Χαρκόβου.
Δίχως να της το ζητήσουμε, βγάζει το κινητό της τηλέφωνο για να μας δείξει φωτογραφίες από το Χάρκοβο. «Τις τελευταίες ημέρες τρέχαμε στο υπόγειο. Ακούγαμε τις ρουκέτες να σκάνε πάνω στα κεφάλια μας. Τρομάξαμε πολύ και κυρίως η μικρή μου αδερφή. Κάθε μέρα σειρήνες, ρουκέτες, υπόγειο» αναφέρει.
Η φωνή της αρχίζει κάπως και σπάει. Αυτό που καταλαβαίνουμε να λέει είναι ότι αυτές είναι οι τελευταίες εικόνες που είδε από το Χάρκοβο, την ώρα που μετέφεραν βιαστικά την οικογένειά της -χωρίς τον πατέρα- προς το τρένο. Οι τελευταίες εικόνες που έχει στο νου της από τη γενέτειρά της είναι αυτές της καταστροφής. Καμένα κτίρια, καμένα οχήματα, χαμένα όνειρα. «Ελπίζουμε ο πόλεμος να τελειώσει και να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας» είναι τα τελευταία λόγια της νεαρής Ουκρανής.
Η εικόνα που έδειξε η Αναστασία στο iefimerida:
«Δεν θέλω να μείνω στην Πολωνία. Θέλω να γυρίσουμε στο Κίεβο, στους γονείς μας»
Εξίσου «βαριά» είναι και η ιστορία του Σάσα. Ενός 21χρονου Ουκρανού από το Κίεβο, ελεύθερου στρατιωτικών υποχρεώσεων, που έχει μεράκι τα μαθηματικά και τη φυσική, τα οποία -μέχρι πρότινος- δίδασκε σε μαθητές, βοηθώντας οικονομικά την οικογένειά του.
«Είμαι από το Κίεβο, την πρωτεύουσα. Φύγαμε πριν 5 ή 6 μέρες, δεν είμαι σίγουρος. Είχε βομβαρδισμούς, αλλά όχι στο δρόμο μας. Τα αντιαεροπορικά, όμως, σφύριζαν πάνω ακριβώς από το σπίτι μας», λέει στο iefimerida.gr ο Σάσα. Μαζί του βρίσκεται ο μικρός του αδερφός -που δεν ήθελε να ποζάρει στην κάμερα, μόλις 13 ετών. Ερωτηθείς αν ταξιδεύουν μόνοι τους, ο Σάσα λέει πως «ναι, είμαστε μόνοι μας. Οι παππούδες μας στο Κίεβο δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και οι γονείς μας έμειναν αναγκαστικά μαζί τους. Μας είπαν ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως, και έτσι έγινε» προσθέτει, με κάπως πιο βαριά τα μάτια του.
Μέχρι την ημέρα που έφυγαν, αναφέρει στη συνέχεια, «οι μεγάλες καταστροφές δεν ήταν μέσα στην πόλη, αλλά στα πέριξ του κέντρου. Στον επόμενο δρόμο από μας όμως, είχαμε ένα σπίτι που είχε βομβαρδιστεί και διαλύθηκε, ενώ υπήρχαν και αυτοκίνητα που είχαν τυλιχτεί στις φλόγες». Ο Σάσα υποστηρίζει ότι μιλάνε καθημερινά με τους δικούς τους. «Επικοινωνούμε όσο περισσότερο μπορούμε με τους γονείς μας. Είναι στα καταφύγια. Ή μάλλον, δεν είναι ακριβώς καταφύγια, δεν έχουμε καταφύγια. Έχουμε υπόγεια στις πολυκατοικίες και σε κάποια άλλα κτίρια και σταθμούς» σημειώνει.
Ο Σάσα και ο αδερφός του πιστεύουν ότι οι γονείς τους δεν θα τους ακολουθήσουν. «Θα έρθουν μόνο αν γίνουν πολύ άσχημα τα πράγματα» λέει, εκφράζοντας, εμμέσως, την ελπίδα ότι εκείνοι σύντομα θα μπορέσουν να επιστρέψουν. Ερωτηθείς για το πού θα τους μεταφέρουν ο νεαρός Ουκρανός λέει:
«Πιθανότατα σε δυο ημέρες θα είμαστε στη Βαρσοβία. Δεν έχουμε συγγενείς εκεί, όμως εκεί είπαν ότι θα μας πάνε. Δεν θέλω όμως να είμαι εδώ στην Πολωνία, θέλω το Κίεβο, το μέρος μας και τους γονείς μας. Μόλις σταματήσουν οι εχθροπραξίες θέλω να επιστρέψουμε. Δεν έχουν δουλειές πια οι γονείς μας, προφανώς δεν μπορούν να εργαστούν. Δούλευα πριν κι εγώ, αλλά πλέον δεν υπάρχει τίποτα. Και πάλι όμως θέλω να επιστρέψουμε στο σπίτι μας».