Πάει καιρός από την τελευταία φορά που η διαμάχη για την Ιερουσαλήμ κλιμακώθηκε σε τέτοιο βαθμό, όπως χθες με το μπαράζ ρουκετών από τη Χαμάς και τις φονικές επιθέσεις αντιποίνων από το στρατό του Ισραήλ και η κατάσταση μύριζε τόσο έντονα μπαρούτι, λίγο πριν το τέλος του Ραμαζανιού.
Μια δεκαετία σχετικής ηρεμίας δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι η κατάσταση στο μεσανατολικό είναι «διαχειρίσιμη», αλλά το καζάνι της έντασης δεν έπαψε όλα αυτά τα χρόνια να σιγοβράζει.
Η θρυαλλίδα του νέου κύκλου βίας
Ο βασικός λόγος του νέου κύματος βίας παραμένει ο ίδιος: είναι η ανοικτή πληγή μιας διαμάχης μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων, που παραμένει άλυτη εδώ και δεκαετίες και ρίχνει βαριά σκιά στις ζωές τους κοστίζοντας ποταμούς αίματος.
Τη θρυαλλίδα του τελευταίου γύρου βίας πυροδότησε η πιθανότητα έξωσης αρκετών οικογενειών Παλαιστινίων από τα σπίτια τους στη συνοικία Sheikh Jarrah της ανατολικής Ιερουσαλήμ. Την Κυριακή το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ ανέβαλε την εκδίκαση της νομικής διαμάχης που κρατά χρόνια. Μια οργάνωση υπέρ των Εβραίων εποίκων, η Nahalat Shimon επικαλείται έναν νόμο του 1970 υποστηρίζοντας ότι οι ιδιοκτήτες των κατοικιών και της διαφιλονικούμενης γης πριν το 1948 ήταν εβραϊκές οικογένειες, άρα οι νυν Παλαιστίνιοι ιδιοκτήτες θα πρέπει να εκδιωχθούν και οι ιδιοκτησίες τους να δοθούν σε Εβραίους. Οι Παλαιστίνιοι από την άλλη αντιτείνουν ότι η σχετική νομοθεσία στο Ισραήλ είναι άδικη επειδή δεν τους παρέχει τα νομικά μέσα να διεκδικήσουν περιουσίες που τους απέσπασαν εβραϊκές οικογένειες στα τέλη της δεκαετίας του 1940 σ’ αυτό που εξελίχθηκε στο κράτος του Ισραήλ.
Η κατάσταση στη συνοικία αυτή της ανατολικής Ιερουσαλήμ έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας με τις ΗΠΑ να εκφράζουν την ανησυχία τους το Σαββατοκύριακο. Σε ανακοίνωσή του το ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε την κατάσταση στη Sheikh Jarrah «διαμάχη για real estate», που η Παλαιστινιακή Αρχή και «παλαιστινιακές τρομοκρατικές οργανώσεις» παρουσιάζουν ως εθνικό σκοπό για να πυροδοτήσουν βία στην Ιερουσαλήμ. Από την πλευρά τους Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι και θεσμοί χαρακτηρίζουν τις σχεδιαζόμενες εξώσεις ομοεθνών τους από τα σπίτια τους ως «εθνοκάθαρση» που αποβλέπει στον «εξ-ιουδαϊσμό της Ιερής Πόλης». Τα περισσότερα μέλη της διεθνούς κοινότητας θεωρούν την Ανατολική Ιερουσαλήμ κατεχόμενο έδαφος. Οι Παλαιστίνιοι τη θεωρούν πρωτεύουσα ενός μελλοντικού κράτους τους, ενώ το Ισραήλ θέλει να κρατήσει την Ιερουσαλήμ ενιαία και αδιαίρετη ως πρωτεύουσά του.
Η ανοικτή πληγή μιας ανεπίλυτης διαμάχης
Τα σημεία διαφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων είναι πολλά: από το καθεστώς των Παλαιστινίων προσφύγων μέχρι το αν θα απομακρυνθούν οι οικισμοί των Εβραίων εποίκων από τη Δυτική Όχθη, το καθεστώς της Ιερουσαλήμ και το πλέον ακανθώδες ζήτημα της δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους. Ειρηνευτικές συνομιλίες λαμβάνουν χώρα κατά καιρούς εδώ και πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, χωρίς να έχει λυθεί το ζήτημα. Το τελευταίο ειρηνευτικό σχέδιο που προώθησαν οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ - και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου χαρακτήρισε «συμφωνία του αιώνα» -, το απέρριψαν οι Παλαιστίνιοι ως μονόπλευρο και η όποια νέα συμφωνία θα πρέπει να εξασφαλίσει τη συναίνεση και των δύο πλευρών για την επίλυση των περίπλοκων ζητημάτων.
Η χειρότερη εδώ και καιρό κλιμάκωση στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη περιπλέκεται και από το γεγονός ότι αυτή την περίοδο διεξάγονται στο Ισραήλ διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού, ενώ ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούτ Αμπάς ματαίωσε τις πρώτες εδώ και 15 χρόνια ελεύθερες εκλογές στη Δυτική Όχθη, πιθανώς φοβούμενος μια νίκη της Χαμάς.
Μια πιθανή περαιτέρω εξέλιξη του νέου κύκλου βίας σε μια τρίτη ιντιφάντα δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της ισραηλινής κυβέρνησης, αλλά ούτε και των περισσότερων Παλαιστινίων, σχολιάζουν αναλυτές. Ωστόσο οι ταραχές συνιστούν ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για τη διεθνή κοινότητα, ειδικά για τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν επισήμως τάσσεται υπέρ της λύσης των δύο κρατών – που εξακολουθεί να φαντάζει δύσκολη -, αλλά δεν έχει ακόμη ορίσει επιτετραμμένο για το Μεσανατολικό. Κι ήρθε η ώρα, μετά τη λήξη της χαοτικής θητείας Τραμπ, να ξαναπιάσει δουλειά η Ουάσιγκτον σε συνεργασία και με την ΕΕ.