Μέσα σε μια πτέρυγα Covid-19 νοσοκομείου του Τελ Αβίβ, η οποία γεμίζει γρήγορα, οι γιατροί πασχίζουν να προσφέρουν βοήθεια σε ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, εν μέσω ραγδαίας ανόδου των νέων κρουσμάτων του κορωνοϊού στο Ισραήλ, κάτι που ανάγκασε την κυβέρνηση να επιβάλει δεύτερο εθνικό lockdown.
Υγειονομικοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι το lockdown των τριών εβδομάδων, που τέθηκε σε ισχύ την Παρασκευή, δεν θα διαρκέσει αρκετά ούτε θα είναι αρκετά περιοριστικό ώστε να μειώσει τον ρυθμό αύξησης των ημερήσιων κρουσμάτων Covid-19 και να ανακουφίσει τα νοσοκομεία, τα οποία προειδοποιούν ότι σύντομα ίσως να είναι γεμάτα.
Τα νέα κρούσματα έχουν φτάσει να ξεπερνούν τα 5.000 ημερησίως στο Ισραήλ, μία χώρα 9.000.000 κατοίκων, σημειώνοντας κάθετη άνοδο από τους μονοψήφιους αριθμούς που παρατηρούνταν μετά την άρση του πιο αυστηρού lockdown στη χώρα, το οποίο διήρκεσε από τον Μάρτιο έως τον Μάιο.
Στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος του κορωνοϊού στο Ισραήλ είναι οι γιατροί και οι νοσηλευτές στο νοσοκομείο Ichilov του Τελ Αβίβ, όπου οι μισοί από τους 60 ασθενείς με Covid-19 που νοσηλεύονται εκεί βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση και έχουν ανάγκη μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής τους, σύμφωνα με εκπρόσωπο του νοσοκομείου.
Ο Γκάι Τσόσεν, διευθυντής της πτέρυγας Covid-19 του Ichilov, επισήμανε ότι το νοσοκομείο άρχισε να δέχεται ασθενείς από την Ιερουσαλήμ και περιοχές του βόρειου Ισραήλ «διότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αυτή την αύξηση στους αριθμούς».
«Αυτή τη στιγμή είμαστε γεμάτοι σε ποσοστό 72% και κάθε ημέρα δεχόμαστε ολοένα και περισσότερους ασθενείς. Δεν υπάρχουν αρκετές κλίνες», τόνισε από την πλευρά του ο Αβι Σοστάν, εκπρόσωπος του νοσοκομείου.
Προετοιμαζόμενος για το «χειρότερο σενάριο», όπως το αποκάλεσε ο ίδιος, ο υπουργός Αμυνας του Ισραήλ, Μπένι Γκαντς, έχει ζητήσει από τον στρατό να είναι έτοιμος να κατασκευάσει ένα νοσοκομείο εκστρατείας.
Κάποιοι αξιωματούχοι έχουν ταχθεί υπέρ της αυστηροποίησης του lockdown. Αν και τα σχολεία έχουν κλείσει, οι Ισραηλινοί επιτρέπεται να μετακινούνται για να εργαστούν, να συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες και να συμμετέχουν σε διαμαρτυρίες, μεταξύ άλλων.