Ιστορία, αλλά όχι με τον τρόπο που θα ήθελε, γράφει σήμερα ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, καθώς γίνεται ο πρώτος εν ενεργεία πρωθυπουργός του Ισραήλ που θα καθίσει στο εδώλιο κατηγορούμενος για απιστία, απάτη και δωροληψία.
Συνοδεία φρουρών ασφαλείας ο Νετανιάχου, που ορκίστηκε πριν από μία εβδομάδα για πέμπτη φορά πρωθυπουργός μετά το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τον πρώην αντίπαλό του Μπένι Γκαντς , θα φθάσει στο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ καλούμενος να λογοδοτήσει για κατηγορίες, που ο ίδιος απορρίπτει κάνοντας λόγο για πολιτική εκστρατεία σε βάρος του ιδίου και της οικογένειάς του.
Η δίκη ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει στα μέσα Μαρτίου, αναβλήθηκε όμως λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Αμίρ Οχάνα, μέλος του Λικούντ του Νετανιάχου, έθεσε τη δικαιοσύνη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται δίκες μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Οι αντιδράσεις στην ισραηλινή κοινή γνώμη για την αναβολή ήταν έντονες. Στο μεταξύ το δικαστήριο απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης να εξαιρεθεί ο Νετανιάχου από την υποχρεωτική παρουσία την πρώτη μέρα της δίκης, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι ο πρωθυπουργός θα συμμετέχει σε κάθε μέρα της διαδικασίας.
Ο Νετανιάχου αντιμετώπος με τρεις υποθέσεις
Οι εισαγγελικές έρευνες σε βάρος του Νετανιάχου διήρκεσαν πάνω από τρία χρόνια, αν και ο ίδιος κατάφερε να επανεκλεγεί πρωθυπουργός με μια εντυπωσιακή εκλογική νίκη . Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει τρεις ξεχωριστές υποθέσεις: Η αποκαλούμενη «υπόθεση 2000» αφορά υποψίες για μυστικές συμφωνίες μεταξύ του Νετανιάχου και του Άρνον Μόζες, εκδότη της ισραηλινής εφημερίδας Yediot Achronot, για «στημένα» δημοσιεύματα υπέρ του πρωθυπουργού. Η υπεράσπιση αρνείται ότι υπήρχε πρόθεση. Η εισαγγελία ωστόσο κατηγορεί τον Νετανιάχου και σε αυτή τη περίπτωση για απιστία και απάτη.
Η «υπόθεση 4000» αφορά υποψίες για «δούναι και λαβείν» μεταξύ του Νετανιάχου και του μεγιστάνα ΜΜΕ Σαούλ Ελόβιτς, μετόχου τότε της μεγαλύτερης ισραηλινής εταιρίας τηλεπικοινωνιών Bezeq. Ως υπουργός Επικοινωνιών εκείνη την εποχή ο Νετανιάχου κατηγορείται ότι είχε ευνοήσει την Bezeq. Ως αντάλλαγμα η οικογένεια Νετανιάχου παρενέβαινε στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Walla, ιδιοκτησίας Ελόβιτς, ασκώντας υπέρ της επιρροή σε σειρά δημοσιευμάτων. Σε αυτή την υπόθεση ο νυν πρωθυπουργός κατηγορείται για δωροληψία, απιστία και απάτη.
Διαδηλώσεις υπέρ και κατά του πρωθυπουργού
Η δίκη Νετανιάχου διχάζει όσο λίγα πολιτικά ζητήματα την ισραηλινή κοινωνία. Τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όσο και οι οπαδοί του κάνουν λόγο για συνωμοσία αριστερών ΜΜΕ και της δικαιοσύνης σε βάρος του. Ο Ούρι Ντρόμι, επικεφαλής της ένωσης δημοσιογράφων στην Ιερουσαλήμ και πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος των Γιτζάκ Ραμπίν και Σιμόν Πέρες, εκτιμά ότι «το δεξιό στρατόπεδο μιλά για fake news, το αριστερό θέλει την απομάκρυνση του Νετανιάχου και μεταξύ των δύο η πλειονότητα λέει ας δούμε πως θα αποφανθεί η δικαιοσύνη».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ισραηλινοί βλέπουν πολιτικούς τους στο εδώλιο, θυμίζει η DW. Ένας από αυτούς ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρτ, ο οποίος καταδικάστηκε για δωροδοκία . Ενώ όμως υπουργοί υποχρεώνονται σε παραίτηση για να δικαστούν, σύμφωνα με την ισραηλινή νομοθεσία, ο πρωθυπουργός μπορεί να παραμείνει στο αξίωμά του έως ότου διαπιστωθεί η αθωότητα ή η ενοχή του.
Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου απέρριπτε εξ’ αρχής κατηγορηματικά την παραίτηση. Μετά από τρεις εκλογικές διαδικασίες σε ένα μόνο χρόνο κατάφερε να ενισχύσει το τελευταίο διάστημα τη δημοτικότητά του με αφορμή την καλή διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού. Για τους επόμενους 18 μήνες παραμένει στην κορυφή μιας κυβέρνησης «έκτακτης ανάγκης» από κοινού με τον πρώην πολιτικό του αντίπαλο Μπένι Γκαντς. Ο επικεφαλής της πολιτικής συμμαχίας Μπλε-Λευκό αθέτησε την προεκλογική του υπόσχεση ότι δεν θα συγκυβερνήσει με έναν πρωθυπουργό στο εδώλιο.