Οι ιρανικές αρχές διαπιστώνουν με ανησυχία μια «ανοδική τάση» στην εξάπλωση της επιδημίας της Covid-19 στη χώρα, όπου σήμερα ανακοινώθηκαν 1.680 νέες μολύνσεις, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων να ξεπερνά πλέον τις 100.000.
Το Ιράν είναι η χώρα που έχει πληγεί περισσότερο από την πανδημία στη Μέση και την Εγγύς Ανατολή.
«Παρατηρούμε μια ανοδική τάση αυτές τις τρεις-τέσσερις τελευταίες ημέρες, κάτι που είναι σημαντικό», είπε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας Κιανούς Τζαχανπούρ, κατά την καθημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων, που μεταδίδεται από την τηλεόραση. Η αύξηση αυτή «οφείλεται στη συμπεριφορά μας, κυρίως κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες αφού ένα μέρος της κοινωνίας προφανώς άλλαξε στάση» απέναντι στις οδηγίες που έχει δώσει η κυβέρνηση για να ανακοπεί η εξάπλωση του νέου κορωνοϊού.
Εκτός από τα 1.680 νέα κρούσματα που καταγράφηκαν μέσα σε διάστημα 24 ωρών, ο Τζαχανπούρ ανακοίνωσε επίσης άλλους 78 θανάτους. Συνολικά, στο Ιράν έχουν πεθάνει από την Covid-19 6.418 άνθρωποι. Την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη, οι θάνατοι που ανακοινώθηκαν ήταν αντίστοιχα 47, 74 και 63. Τουλάχιστον 2.735 άνθρωποι νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση.
Η Τεχεράνη έχει λάβει διάφορα μέτρα, όμως ποτέ δεν επέβαλε καραντίνα στους πολίτες. Από τις 11 Απριλίου η κυβέρνηση ενέκρινε το σταδιακό άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων και από την Δευτέρα επαναλειτουργούν τα τεμένη στο 30% των επαρχιών όπου ο κίνδυνος αναζωπύρωσης της ασθένειας κρίνεται ελάχιστος. Η αύξηση των κρουσμάτων ενδέχεται να οφείλεται στην αύξηση των μετακινήσεων μεταξύ των διαφόρων πόλεων, είπε ο Τζαχανπούρ.
Οι αριθμοί που ανακοινώνει η κυβέρνηση θεωρούνται υποτιμημένοι από ορισμένους ξένους ειδικούς αλλά και από αρκετούς Ιρανούς αξιωματούχους. Μια κοινοβουλευτική έκθεση που δημοσιοποιήθηκε τον Απρίλιο ανέφερε ότι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων μπορεί να είναι κατά 80% μεγαλύτερος, επειδή τα στοιχεία που παρουσιάζει η κυβέρνηση βασίζονται αποκλειστικά στους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με βαριά συμπτωματολογία. Προειδοποίησε εξάλλου ότι ενδέχεται να σημειωθεί ένα «δεύτερο κύμα» της πανδημίας τον χειμώνα.