Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο σε φυλακή της Νέας Υόρκης του χρηματιστή Τζέφρι Έπσταϊν, ένα φερόμενο ως θύμα του προσέφυγε στη δικαιοσύνη εναντίον των κληρονόμων και των πιθανών συνεργών του, την ώρα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες πως τους δεσμοφύλακες, που είχαν αναλάβει την επιτήρησή του στο κελί, τους πήρε ο ύπνος.
Η Τζένιφερ Αραόζ, ηλικίας 32 ετών, η οποία καταγγέλλει ότι ο Έπσταϊν την κακοποίησε σεξουαλικά πολλές φορές όταν εκείνη ήταν 14 και 15 ετών, απαιτεί να της καταβληθεί αποζημίωση από τους κληρονόμους του χρηματιστή, με προσφυγή που κατέθεσε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπως και σε βάρος της φερόμενης ως συνεργού του Γκισλέιν Μάξγουελ κι άλλων τριών γυναικών, η ταυτότητα των οποίων δεν έχει αποκαλυφθεί.
Η Αραόζ είναι το πρώτο θύμα του Τζέφρι Έπσταϊν που κατέθεσε μήνυση στο πλαίσιο ενός νόμου στη Νέα Υόρκη που τέθηκε σήμερα σε ισχύ. Ο νόμος αυτός, που υιοθετήθηκε στον απόηχο των σκανδάλων παιδεραστίας στους κόλπους της Εκκλησίας, προβλέπει "παράθυρο" ενός έτους προκειμένου τα φερόμενα ως θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων να προσφύγουν σε αστικά δικαστήρια, ανεξαρτήτως της παλαιότητας των εγκλημάτων.
«Ο Έπσταϊν βρέθηκε νεκρός, προφανώς αυτοκτόνησε στο κελί του την περασμένη εβδομάδα. Το γεγονός ότι δεν θα μου απαντήσει προσωπικά ενώπιον των δικαστηρίων με εξοργίζει, όμως η αναζήτησή μου για απονομή δικαιοσύνης μόλις ξεκίνησε» έγραψε η Αραόζ, σε ένα άρθρο που δημοσίευσαν οι New York Times.
Εκεί, η 32χρονη εξηγεί πως έπεσε στην παγίδα του χρηματιστή.
Μία από τις συνεργούς του Έπσταϊν είχε προσεγγίσει την Αραόζ στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το σχολείο της στη Νέα Υόρκη. Της είχε μιλήσει για έναν πλούσιο άνδρα, που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να αρχίσει μια καριέρα ηθοποιού, όπως εκείνη ονειρευόταν.
Οι πρώτες επισκέψεις στην πολυτελή κατοικία του στο Μανχάταν εξελίχθηκαν χωρίς κανένα πρόβλημα, σύμφωνα με την Τζένιφερ Αραόζ: για μια, δυο ώρες, ο Τζέφρι Έπσταϊν της μιλούσε και εκείνη έπαιρνε 300 δολάρια έπειτα από κάθε συνάντηση.
Όμως, μετά από σχεδόν έναν μήνα, ο χρηματιστής της ζήτησε να του κάνει μασάζ και να σηκώσει τη μπλούζα της, με το επιχείρημα ότι ήθελε να δει το κορμί της για να τη βοηθήσει να βρει δουλειά ως μοντέλο.
Κατόπιν ακολούθησαν οι σεξουαλικές επιθέσεις: το 2002, τη βίασε, αφηγείται εκείνη. Το κορίτσι διέκοψε τις επισκέψεις, άλλαξε σχολείο για να απομακρυνθεί από τη συνοικία του και χρειάστηκε χρόνια για να μπορέσει να μιλήσει στους δικούς της.
«Το να βρεθείς αντιμέτωπος με το δίκτυο εξουσίας και πλούτου, που περιέβαλε τον Έπσταϊν, ήταν τρομαχτικό, όμως πλέον δεν φοβάμαι (…). Έχω τον νόμο στο πλευρό μου… θα απαιτήσω δικαιοσύνη».
Άλλα φερόμενα ως θύματά του ετοιμάζονται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη σε βάρος των κληρονόμων του Αμερικανού δισεκατομμυριούχου, ο αδελφός του Μαρκ είναι ο μόνος γνωστός συγγενής του.
Από τον θάνατο του Τζέφρι Έπσταϊν, που όπως όλα δείχνουν κρεμάστηκε στο κελί του, στην ομοσπονδιακή φυλακή του Μανχάταν, ο υπουργός Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ υποσχέθηκε να βρει τους πιθανούς συνεργούς του χρηματιστή.
Η Βρετανίδα Γκισλέιν Μάξγουελ, η κόρη του εκλιπόντος μεγιστάνα των βρετανικών ΜΜΕ Ρόμπερτ Μάξγουελ, που ήταν πολύ κοντά στον Έπσταϊν για χρόνια, είναι η νούμερο ένα ύποπτη.
Άφαντη εδώ και μήνες, η βρετανική ταμπλόιντ Daily Mail έγραψε σήμερα ότι βρήκε τα ίχνη της στο Μάντσεστερ μπάι δε Σι, στην πολιτεία της Μασαχουσέτης, όπου ζει με τον σύντροφό της.
Την ίδια ώρα, σωφρονιστικοί είπαν στους New York Times ότι οι δεσμοφύλακες, που είχαν αναλάβει να επιτηρούν τον Τζέφρι Έπσταϊν, είχαν αποκοιμηθεί για ένα διάστημα τριών ωρών τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, ενώ υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν περιπολίες κάθε μισή ώρα.
Μάλιστα, πλαστογράφησαν το επίσημο έγγραφο, για να επιβεβαιώσουν ότι ανταποκρίθηκαν στα καθήκοντά τους.