Σιωπηρά, πλήθος ανθρώπων έκανε πορεία χθες Πέμπτη στο Σικάγο, για να τιμήσει τη μνήμη των θυμάτων της βίας με τη χρήση πυροβόλων όπλων τα οποία, όπως και στο σύνολο των ΗΠΑ, αυξήθηκαν δραματικά το 2020.
Η αστυνομία στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ κατέγραψε 762 ανθρωποκτονίες με τη χρήση πυροβόλων όπλων το 2020, αριθμό αυξημένο κατά 55% σε σύγκριση με το 2019, με βάση την καταμέτρησή της ως την 27η Δεκεμβρίου.
Πολλοί κράταγαν πορτρέτα συγγενών τους που έπεσαν νεκροί από σφαίρες, συμπεριλαμβανομένων μικρών παιδιών, καθώς βάδιζαν στα χιονισμένα πεζοδρόμια της πόλης, ενώ άλλοι ανέμιζαν σημαίες με τα χρώματα της πόλης, λεκιασμένες από κόκκινες κηλίδες.
«Αγωνιζόμαστε εναντίον της COVID, αλλά αγνοούμε τη βία: κυλάει αίμα στους δρόμους μας, ολόκληρες συνοικίες μας τραυματίζονται», στηλίτευσε ο Μάικλ Πφλέγκερ, καθολικός ιερωμένος και ακτιβιστής, επικεφαλής της πορείας, υπογραμμίζοντας ότι πάνω από 4.000 άνθρωποι τραυματίστηκαν από σφαίρες το 2020 στη μεγαλούπολη.
«Ο ιός δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σαν δικαιολογία για να μη γίνονται μεταρρυθμίσεις», έκρινε, προτρέποντας τις αρχές να δράσουν εναντίον «αυτής της ιάσιμης ασθένειας», κάνοντας αυστηρότερη τη νομοθεσία για τα πυροβόλα όπλα.
Η μητρόπολη των μεσοδυτικών ΗΠΑ, όπου η διακίνηση ναρκωτικών αποτελεί γάγγραινα, είχε γνωρίσει στο παρελθόν παρόμοια επίπεδα βίας, όμως η κατάσταση είχε βελτιωθεί αισθητά τα προηγούμενα τρία χρόνια.
Σε εθνική κλίμακα, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Έρευνας (FBI) κατέγραψε παρόμοια επιδείνωση της κατάστασης το 2020, με τις ανθρωποκτονίες να αυξάνονται κατά 20,9% τους πρώτους εννέα μήνες της περασμένης χρονιάς.
Νέα Υόρκη, Ουάσινγκτον, Μινεάπολη… σχεδόν όλες οι αμερικανικές μητροπόλεις επλήγησαν από το φαινόμενο, όπως και περιοχές πέραν των αστικών κέντρων.
Η αύξηση εν μέρει συνδέεται με την πανδημία του νέου κορωνοϊού, η οποία στέρησε από πολλούς το βιός ή τη δουλειά τους.
Οι μεγάλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις της άνοιξης, τις οποίες πυροδότησε η αστυνομική βία, αύξησαν τη δυσπιστία έναντι των δυνάμεων επιβολής της τάξης, ενώ σήμαναν επίσης πως μεγάλο μέρος των αστυνομικών δυνάμεων αφοσιωνόταν στον έλεγχο των μαζικών κινητοποιήσεων, παρά στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.