Ο Βρετανός που κράτησε τέσσερις ομήρους σε μια συναγωγή στις ΗΠΑ είχε μπει το 2020 στο στόχαστρο της βρετανικής υπηρεσίας εσωτερικών πληροφοριών.
Η MI5 κατέληξε τότε στο συμπέρασμα ότι δεν συνιστούσε απειλή, σύμφωνα με πολλά βρετανικά μέσα ενημέρωσης.
Στα δημοσιεύματα, που επικαλούνται κυβερνητικές πηγές, αναφέρεται ότι πληροφορίες που έφτασαν στην MI5 κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020 οδήγησαν στην έναρξη έρευνας σε βάρος του Μαλίκ Φαϊσάλ Άκραμ. Η έρευνα έκλεισε περίπου έναν μήνα αργότερα.
Το συμπέρασμά της ήταν ότι «δεν υπήρχαν ενδείξεις» που να συνηγορούν ότι συνιστούσε απειλή την εποχή εκείνη, γράφει η εφημερίδα «The Telegraph».
Ο 44χρονος Βρετανός ταυτοποιήθηκε από το FBI ως ο δράστης της επίθεσης στη συναγωγή του Κόλεϊβιλ, μιας πόλης 23.000 κατοίκων κοντά στο Ντάλας του Τέξας. Ο Άκραμ σκοτώθηκε όταν επενέβησαν οι αστυνομικοί, ενώ οι τέσσερις όμηροι δεν έπαθαν το παραμικρό.
Σύμφωνα με το Sky News, ο Άκραμ ζούσε στο Μπλάκμπερν, στη βόρεια Αγγλία. Έφτασε στις ΗΠΑ λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά, στο αεροδρόμιο JFK της Νέας Υόρκης, και στη συνέχεια αγόρασε το όπλο που χρησιμοποίησε στην επίθεση στη συναγωγή. Είχε φυλακιστεί τέσσερις φορές μεταξύ 1996-2012, κυρίως για διατάραξη της τάξης, παρενόχληση και κλοπή.
Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία ανακοίνωσε νωρίτερα ότι αφέθηκαν ελεύθεροι οι δύο έφηβοι που είχαν συλληφθεί την Κυριακή στα νότια του Μάντσεστερ, στο πλαίσιο της έρευνάς της για την υπόθεση αυτήν.
Αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ο Άκραμ ζητούσε να αφεθεί ελεύθερη η Αάφια Σιντίκι, μια Πακιστανή επιστήμονας η οποία καταδικάστηκε το 2010 από ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης σε κάθειρξη 86 ετών επειδή προσπάθησε να πυροβολήσει Αμερικανούς στρατιώτες όταν ήταν κρατούμενη στο Αφγανιστάν.