Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε επίσημη αξιολόγηση του μέλλοντος της στρατιωτικής φυλακής στο Γκουαντάναμο της Κούβας, αναβιώνοντας τον στόχο που είχε θέσει ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα να την κλείσει, ανέφερε υψηλόβαθμη αξιωματούχος του Λευκού Οίκου.
Δύο πηγές που μίλησαν στο πρακτορείο Reuters είπαν ότι οι σύμβουλοι που συμμετέχουν στις συζητήσεις επί του θέματος αυτού εξετάζουν το ενδεχόμενο να υπογράψει ο Μπάιντεν ένα εκτελεστικό διάταγμα μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή μήνες. Κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε μια νέα προσπάθεια για να σβήσει η «κηλίδα» αυτή από τη διεθνή εικόνα των ΗΠΑ, όπως τη χαρακτηρίζουν ορισμένες οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Λίγο αργότερα, ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε ότι ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν σκοπεύει να έχει κλείσει τη φυλακή του Γκουαντάναμο μέχρι να λήξει η θητεία του, όπως ανέφερε η εκπρόσωπος Τζεν Ψάκι κατά την τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων.
«Αυτό ασφαλώς είναι ο στόχος μας, αυτή είναι η πρόθεσή μας», απάντησε η Ψάκι όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο για το χρονοδιάγραμμα του κλεισίματος της φυλακής.
Η ιστορία των φυλακών του Γκουαντάναμο -Ιδρύθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου
Μια τέτοια πρωτοβουλία ωστόσο είναι μάλλον απίθανο να «ρίξει την αυλαία» σύντομα στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Γκουαντάναμο, κυρίως λόγω των πολιτικών και νομικών εμποδίων που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση.
Η φυλακή της Ναυτικής Βάσης του Γκουαντάναμο ιδρύθηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, με σκοπό να στεγάσει ξένους υπόπτους για τρομοκρατία. Έφτασε όμως να συμβολίζει τις υπερβολές του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που κήρυξαν οι ΗΠΑ, κυρίως λόγω των σκληρών μεθόδων ανάκρισης, που κάποιοι λένε ότι ισοδυναμούν με βασανιστήρια.
Η εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας Έμιλι Χορν είπε στο Reuters ότι ξεκινά «μια διαδικασία για να εκτιμήσουμε την κατάσταση που κληρονόμησε η κυβέρνηση Μπάιντεν από την προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον ευρύτερο στόχο μας του κλεισίματος του Γκουαντάναμο». Πρόσθεσε ότι το Συμβούλιο θα συνεργαστεί στενά με τα υπουργεία Άμυνας, Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, καθώς και με το Κογκρέσο.
40 κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο -Οι περισσότεροι δεν έχουν δικαστεί
Η άμεση επίπτωση αυτής της προσέγγισης θα ήταν η επαναφορά, σε κάποιο βαθμό, της πολιτικής κλεισίματος του Γκουαντάναμο που ακολουθούσε ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα. Ο Τραμπ ανέτρεψε αυτήν την πολιτική όταν ανέλαβε την προεδρία, το 2017 αλλά, μολονότι κράτησε ανοιχτή τη φυλακή, ποτέ δεν την γέμισε με «κακούς τύπους», όπως είχε πει κάποτε ότι θα έκανε. Σήμερα απομένουν στο Γκουαντάναμο 40 κρατούμενοι και οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται εκεί επί δύο δεκαετίες, χωρίς να έχουν δικαστεί ή να τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, το επιτελείο του Μπάιντεν έλεγε ότι στηρίζει την προσπάθεια κλεισίματος της φυλακής, αλλά δεν διευκρίνισε πώς θα γίνει αυτό.
Ο Μπάιντεν, που ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα, θα αντιμετωπίσει πιθανότατα τα ίδια πολιτικά, νομικά και διπλωματικά εμπόδια που συνάντησε και ο προκάτοχός του. Η φυλακή, που ίδρυσε ο Τζορτζ Μπους, κάποτε στέγαζε 800 κρατούμενους. Ο Ομπάμα μείωσε σημαντικά τον αριθμό τους, όμως στην προσπάθειά του να την κλείσει συνάντησε έντονη αντίσταση από τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαγορεύεται διά νόμου να μεταφέρει κρατούμενους σε φυλακές στην ηπειρωτική χώρα. Μια στρατηγική που θα μπορούσε να ακολουθήσει ο Μπάιντεν είναι να μειώσει περαιτέρω τον αριθμό τους, επαναπατρίζοντάς τους ή βρίσκοντας άλλες χώρες, πρόθυμες να τους δεχτούν.
Ο Μπάιντεν βάζει τέλος στη μεταναστευτική πολιτική του Τραμπ για τους αιτούντες άσυλο στα σύνορα με το Μεξικό
Η αμφιλεγόμενη μεταναστευτική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, με βάση την οποία οι αιτούντες άσυλο στέλνονταν πίσω στο Μεξικό μέχρι να εξεταστεί η υπόθεσή τους από τις αμερικανικές αρχές, θα σταματήσει από την επόμενη εβδομάδα, ανακοίνωσε σήμερα η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου, Τζο Μπάιντεν.
«Από τις 19 Φεβρουαρίου, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας θα ξεκινήσει την πρώτη φάση του προγράμματός του για την αποκατάσταση μιας ασφαλούς και συντεταγμένης διαδικασίας στα νοτιοδυτικά σύνορα» των ΗΠΑ, αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μετανάστες που είχαν σταλεί πίσω με βάση το μέτρο «Remain in Mexico» (σ.σ. «Μείνετε στο Μεξικό»), θα επιτρέπεται να περάσουν στο αμερικανικό έδαφος.
Αυτό το μέτρο της κυβέρνησης Τραμπ, που τέθηκε σε ισχύ το 2019, δεν αφορούσε τους Μεξικανούς αλλά όλους τους υπόλοιπους που έφταναν στα νότια σύνορα των ΗΠΑ μέσω του Μεξικού. Οι αιτούντες άσυλο έπρεπε να παραμείνουν από την άλλη πλευρά των συνόρων μέχρι να εξεταστεί το αίτημά τους, ένα γεγονός που είχε επικριθεί σφοδρά από τις ενώσεις για την προάσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, τουλάχιστον 70.000 άνθρωποι (η πλειονότητα προερχόταν από χώρες της Κεντρικής Αμερικής) στάλθηκαν στο Μεξικό, με αποτέλεσμα να προκληθεί ανθρωπιστική κρίση, σε συνδυασμό και με την πανδημία, στην περιοχή. Ένας αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης είπε ότι τα αιτήματα περίπου 25.000 ανθρώπων είναι ακόμη υπό εξέταση.