Ο Τζο Μπάιντεν αποφάσισε χθες εν τέλει την αύξηση του ανωτάτου ορίου του αριθμού των προσφύγων που γίνονται δεκτοί κάθε χρόνο στις ΗΠΑ σε 62.500 για φέτος, μετά από ένα κύμα επικρίσεων από υποστηρικτές του και από μέλη του κόμματός του ότι διατηρούσε το όριο αυτό σε ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο.
Ο Δημοκρατικός Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν άλλαξε στάση μόλις δύο εβδομάδες αφότου η κυβέρνησή του ανακοίνωσε στα μέσα Απριλίου ότι θα κρατήσει αυτό το ανώτατο όριο στο επίπεδο των 15.000 που είχε θέσει ο Ρεπουμπλικάνος προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, υπέρμαχος της σκληρής αντιμεταναστευτικής πολιτικής.
Η απόφαση Μπάιντεν για τον αριθμό των προσφύγων
Σε ανακοίνωσή του ο Μπάιντεν δήλωσε ότι η απόφασή του «διαγράφει τον ιστορικά χαμηλό αριθμό των 15.000 που είχε ορίσει η προκάτοχη κυβέρνηση, αριθμός που δεν αντικατοπτρίζει τις αξίες της Αμερικής ως έθνος που υποδέχεται και υποστηρίζει πρόσφυγες».
«Είναι σημαντικό να πάρουμε σήμερα αυτή την απόφαση για να εξαλείψουμε κάθε τυχόν αμφιβολία που παραμένει στο μυαλό των προσφύγων σε όλο τον κόσμο που έχουν υποφέρει τόσο πολύ και που περιμένουν με ανυπομονησία να ξεκινήσουν την νέα τους ζωή», είπε.
Η δέσμευση
Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων τον Ιανουάριο, ο Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύθηκε να επιταχύνει το πρόγραμμα υποδοχής προσφύγων, αλλά στη συνέχεια εξέπληξε τους συμμάχους του όταν επέλεξε να κρατήσει το πολύ χαμηλό όριο λόγω ανησυχιών ότι θα δοθούν λανθασμένες εντυπώσεις, δεδομένου του αυξανόμενου αριθμού μεταναστών που διασχίζουν τα νότια σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, ανέφεραν Αμερικανοί αξιωματούχοι.
Όπως αναφέρεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η μεταστροφή πολιτικής από τον ένοικο του Λευκού Οίκου προκάλεσε την οργή υποστηρικτών προσφύγων και ορισμένων Δημοκρατικών βουλευτών.
Ο Τραμπ μείωσε σταθερά το όριο υποδοχής προσφύγων κατά τη διάρκεια της θητείας του και αξιωματούχοι του Μπάιντεν τονίζουν ότι οι μειώσεις αυτές κατέστησαν πιο δύσκολη τη γρήγορη αύξηση του αριθμού υποδοχών.
Ωστόσο, το πρόγραμμα υποδοχής προσφύγων διαφέρει από το σύστημα υποβολής ασύλου για μετανάστες. Οι πρόσφυγες προέρχονται από όλο τον κόσμο, με πολλούς να τρέπονται σε φυγή από πολέμους. Οι τελευταίοι υποβάλλονται σε εκτεταμένους ελέγχους ενώ βρίσκονται ακόμη στο εξωτερικό για να τους επιτραπεί η είσοδος στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τους μετανάστες που φτάνουν στα σύνορα των ΗΠΑ και κατόπιν ζητούν άσυλο.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος δήλωσε ότι είναι αμφίβολο ότι οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να υποδεχθούν συνολικά 62.500 πρόσφυγες μέχρι τη λήξη του οικονομικού έτους στις 30 Σεπτεμβρίου ή να επιτύχουν ένα στόχο 125.000 υποδοχών το επόμενο έτος.
«Η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν θα επιτύχουμε 62.500 υποδοχές αυτό το έτος. Εργαζόμαστε με γρήγορους ρυθμούς για να αποκαταστήσουμε τη ζημιά των τελευταίων τεσσάρων ετών. Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος, αλλά αυτή η εργασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη», είπε.
Οι καθυστερήσεις στη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τον Δημοκρατικό πρόεδρο οδήγησαν σε εκατοντάδες ακυρώσεις πτήσεων από πρόσφυγες, οι αιτήσεις των οποίων είχαν ήδη εγκριθεί για να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ, σε πολλές περιπτώσεις μετά από χρόνια αναμονής, ανέφεραν οργανώσεις προάσπισης προσφύγων.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ είχε αποδοκιμάσει ένα «εξαιρετικά χαμηλό» ανώτατο όριο.
Η βουλευτής Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, φιγούρα της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού κόμματος, είχε καταγγείλει την μεταστροφή πολιτικής Μπάιντεν ως «απολύτως απαράδεκτη».
«Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να υποδεχθεί μετανάστες και οι άνθρωποι τον ψήφισαν βάσει αυτής της υπόσχεσης. Η διατήρηση των ξενοφοβικών και ρατσιστικών πολιτικών της κυβέρνησης Τραμπ» είναι «απλά λάθος», ανέφερε στο Twitter.